Όλοι μας λίγο – πολύ έχουμε γοητεύει από εκείνες τις αστερολουσμένες νύχτες με τον καθαρό από σύννεφα ουρανό. Ακόμα κι αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους απολύτως εγκεφαλικό και ρεαλιστή και δεν είχαν ποτέ την παραμικρή σχέση με τον οποίο «ρομαντισμό» που προϋποθέτει η περιπλάνηση στον καμβά των άστρων και του φεγγαριού, ε, τι στο καλό, κάποια φορά, έστω και τυχαία ή σαν απλή παρατήρηση, έστω και σαν χαριτωμένη «απιστία» στον ρεαλιστή εαυτό τους έχουν στρέψει τα μάτια στον ουρανό.
Και πώς να κάνεις αλλιώς, πείτε μου; Ειδικά αν βρεθείς μακριά από τα φώτα της πόλης που με τη λάμψη τους που διαχέεται στο νυχτερινό ουρανό μας κρύβουν πολλά από τα χνάρια των άστρων που ταξιδεύουν καρφιτσωμένα σαν φωτεινά σημεία στο μαύρο μανδύα του σκοταδιού της νύχτας. Της μάγισσας νύχτας. Με την καλή και την σκοτεινή της έννοια. Της γόησσας και της καταστροφικής.
Χρόνια και χρόνια ο άνθρωπος ονειρεύεται έναν τρόπο να ταξιδέψει στο χρόνο.
Οι χρονομηχανές αιώνες απασχολούν την ανθρώπινη σκέψη μα κυρίως τη φαντασία, το ποθούμενο του ταξιδιού στην τέταρτη από τις διαστάσεις αυτής της πραγματικότητας.
Κι όμως… Χιλιάδες χρόνια τώρα, από τότε που πήρε ανάσα σε αυτή τη γη ανθρώπινο πλάσμα, ταξιδεύουμε με χρονομηχανές. Και δεν εννοώ ούτε κάποιο παράξενο μηχάνημα ούτε και αυτό που εκλαϊκευμένα ονομάζεται «σκουληκότρυπα», δηλαδή παρεμβολή στο χωροχρονικό συνεχές.
Μιλάω για κάτι πολύ πιο απλό, εντελώς αυτονόητο, καθημερινό, τόσο φυσιολογικό και συνηθισμένο όσο και το βλεφάρισμα δύο ματιών. Γιατί τα μάτια μας είναι αυτές οι χρονομηχανές. Λίγη φυσική εδώ είναι απαραίτητη. Το ανθρώπινο μάτι για να δει κάτι πρέπει φωτόνια που εκπέμπονται από μια πηγή φωτός, παράδειγμα ο ήλιος, να προσπέσουν σε αυτό, να απορροφηθούν κι έπειτα να ανακλαστούν μεταφέροντας πια την πληροφορία για το πώς είναι αυτό. Τα φωτόνια έχουν συγκεκριμένη ταχύτητα με την οποία ταξιδεύουν, τη μεγαλύτερη καταγεγραμμένη, την ταχύτητα του φωτός. 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Ιλιγγιώδης αριθμός αλλά και πάλι πεπερασμένος, όχι άπειρος. Ο χρόνος, λοιπόν, που απαιτείται ώσπου να φτάσει το εκάστοτε φωτόνια στα μάτια του ανθρώπου υπάρχει και εξαρτάται από την απόσταση που μας χωρίζει από την πηγή του.
Ό, τι βλέπουμε, λοιπόν, είναι μια εικόνα από το παρελθόν. Από το παρελθόν της προηγούμενης στιγμής αν κοιτάζουμε κάτι δίπλα μας, των οκτώ περίπου λεπτών αν κοιτάζουμε τον ήλιο, των κάποιων δεκαετιών αν κοιτάζουμε ένα κοντινό άστρο ή ακόμα και των εκατομμυρίων ή δισεκατομμυρίων χρόνων αν βρισκόμαστε πίσω από το ισχυρότερο τηλεσκόπιο του κόσμου.
Όπως έλεγε και ο αείμνηστος και καταγόμενος από την Ηλεία αστροφυσικός Διονύσης Σιμόπουλος «Όταν κοιτάζουμε τον ουρανό βλέπουμε και μελετάμε… αναμνήσεις».
Και φυσικά, κάποια από τα άστρα που μας κλέβουν τη ματιά στον ουράνιο θόλο δεν υπάρχουν πια. Έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο της αστρικής ζωής τους.
Δεν πειράζει, όμως…
Γιατί αυτό που έχει αξία είναι το ταξίδι.
Το ταξίδι που κάνει η ψυχή του ανθρώπου σε εκείνη τη θάλασσα από τις φωτεινές κουκκίδες στο μαύρο της νύχτας. Τι κι αν το άστρο που σου κλείνει το μάτι εκεί πάνω δεν υπάρχει πια;
Σημασία έχει ότι υπήρξε. Και κάποια νύχτα που, για οποίο λόγο, ακούμπησες πάνω του τα μάτια και την ψυχή σου την πήρε τρυφερά και την ταξίδεψε.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ