Έφτασε κιόλας η Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024. Και τι ξεχωριστό έχει αυτή η συγκεκριμένη Παρασκευή; Μα είναι η μέρα έναρξης του μεγαλύτερου, ιστορικότερου και ιερότερου αθλητικού γεγονότος της ανθρωπότητας από καταβολής. Ναι, καλά καταλάβατε, αναφέρομαι στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και φέτος, φιλοξενούνται εδώ κοντά μας, στην πρωτεύουσα της Γαλλίας, το Παρίσι.
Ας ταξιδέψουμε, όμως πίσω στην αρχαιότητα για να βρούμε και τη ρίζα και το λίκνο των Αγώνων. Και φυσικά, ο δρόμος θα μας βγάλει εδώ, σε τούτα τα χώματα, τη γη της Αρχαίας Ήλιδας και στον ιερό τόπο της Αρχαίας Ολυμπίας. Θα ήταν όμως άδικο αν προηγουμένως δεν γίνει αναφορά στην αθλητική προϊστορία στον Ελλαδικό χώρο, αλλά και στη θάλασσα, τη δική μας θάλασσα, της Μεσογείου.
Στην αρχαία Αίγυπτο αλλά και στο κέντρο της Ασίας, στην περιοχή της Μεσοποταμίας έχουν βρεθεί ανάγλυφα σκαλισμένα σε τάφους βασιλέων και ευγενών που φέρουν αθλητικές σκηνές, δεν υπάρχουν όμως καταγραφές για καθιερωμένους αγώνες παρά ίσως μόνο υπό τύπου θεάματος προς τέρψη των βασιλέων και της ανώτερης τάξης.
Στη Μινωική Κρήτη η γυμναστική ήταν μεγάλης σημασίας και σπουδαιότητας. Τα ταυροκαθάψια και οι πτώσεις ήταν τα αγαπημένα αθλήματα των Μινωιτών, όπως φανερώνουν και οι τοιχογραφίες που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές να κοσμούν τα περίφημα Μινωικά ανάκτορα. Άλλα αθλήματα ήταν οι αγώνες στίβου, πάλης και πυγμαχίας, αλλά και πάλι είναι πιθανόν να ήταν προνόμιο της τάξης των ευγενών ή του ίδιου του βασιλιά.
Όλα τα μινωικά αγωνίσματα υιοθετήθηκαν από τους Μυκηναίους που, όμως, εισήγαγαν τις αρματοδρομίες και ορισμένα άλλα αγωνίσματα στίβου. Κι αυτό επειδή το άρμα ήταν εξαιρετικά σημαντικό στο μυκηναϊκό κόσμο, αφού χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στον πόλεμο και στο κυνήγι, αλλά και σε θρησκευτικές και ταφικές τελετές.
Τις πρώτες γραπτές ενδείξεις αθλητικών αγώνων στον ελληνικό κόσμο μας τις δίνει ο Όμηρος. Στα έπη του, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, παραθέτει περιγραφές των αγώνων που διοργανώθηκαν είτε ως μέρος, για παράδειγμα, των ταφικών τελετών για το νεκρό ήρωα Πάτροκλο είτε με άλλες αφορμές.
Αργότερα, η γέννηση των πρώτων πόλεων – κρατών οδήγησε στη ραγδαία ανάπτυξη του της παράδοσης του αθλητισμού. Πολλοί τοπικοί αγώνες θεσμοθετήθηκαν στις πόλεις και τελούνταν κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών. Ο αθλητισμός έγινε θεσμός. Κι εδώ, τα φώτα της ιστορίας στρέφονται στην Ήλιδα και την Ολυμπία, που αποτέλεσαν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο, όπου διοργανωνόταν αρχικά μια σειρά αθλητικών αγώνων. Αυτοί οι αγώνες ήταν η ρίζα και το λίκνο των Αγώνων που ονομάστηκαν Ολυμπιακοί και έγιναν το σύμβολο της πολιτικής και πολιτιστικής ενότητας των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων.
Ο Ιππίας από την Ηλεία, σοφιστής του 5ου αιώνα π.Χ., συγκρότησε τον πρώτο κατάλογο νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Σύμφωνα με αυτόν, το πρώτο αγώνισμα, ο δρόμος, διοργανώθηκε στην Ολυμπία για πρώτη φορά το 776 π.Χ. προς τιμήν του Ολύμπιου Δία.
Για αιώνες, οι Ολυμπιακοί Αγώνες θεωρούνταν η πλέον σημαντική πανελλήνια γιορτή. Με βάση τη μυθολογία, την ιστορία και την αρχαιολογία φαίνεται ότι ήδη από το 10ο αιώνα π.Χ. η Ολυμπία ήταν τόπος λατρείας. Ο χαρακτήρας των παλαιότερων αφιερωμάτων (ζωόμορφα ειδώλια) που έχουν βρεθεί αποκαλύπτει προσφορές αγροτών και κτηνοτρόφων στους θεούς ενώ ειδώλια αλόγων και αρμάτων είναι προσφορές πλουσιότερων ανθρώπων. Η Ολυμπία εξελίχθηκε σε λατρευτικό κέντρο για ανθρώπους διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης. Άλλωστε, τα θρησκευτικά κέντρα που διατηρούσαν ουδετερότητα στις όποιες προστριβές και διαμάχες λειτουργούσαν ως τόποι συνάντησης.
Προς το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ., προστέθηκε ένας μεγαλύτερος αριθμός πόλεων – κρατών στον κύκλο εκείνων που συμμετείχαν στις λατρευτικές δραστηριότητες στην Ολυμπία. Η ευρύτερη περιοχή της Ήλιδας, όπου βρίσκεται και η Ολυμπία, κατοικήθηκε ξανά γύρω στο 750 – 700 π.Χ., δημιουργήθηκε η πόλη της Ήλιδας και εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν στην περιοχή. Απ’ αυτή την περίοδο και στο εξής, ο Ιερός τόπος της Ήλιδας και κατ’ επέκταση της Ολυμπίας αναπτύχθηκε σταδιακά σε τόπο μείζονος σημασίας, που ενέπνεε το σεβασμό και αποτελούσε πόλο έλξης για πολυάριθμους επισκέπτες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας καθ’ όλη την περίοδο της Αρχαιότητας.
Οι Ολυμπιακοί ήταν οι αρχαιότεροι και σημαντικότεροι αγώνες και η σπουδαιότερη θρησκευτική γιορτή προς τιμήν του Δία, του πατέρα των θεών. Η φήμη των Ιερών της πόλης της Ήλιδας και της Ολυμπίας διαδόθηκε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, ενώ σύντομα οι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν το σύμβολο της Πανελλήνιας ενότητας.
Με το πέρασμα του χρόνου η Ολυμπία από απλός χώρος λατρείας εξελίχθηκε σε ένα ιερό γεμάτο περίτεχνους ναούς, ο μεγαλύτερος από τους οποίους ήταν αφιερωμένος στο Δία, κοσμικά κτήρια και αγάλματα. Νέα αγωνίσματα προστέθηκαν στους Αγώνες και καινούργιες εγκαταστάσεις χτίστηκαν για να εξυπηρετήσουν τους αθλητές που συμμετείχαν σε αυτούς.
Τα Ολύμπια, όπως ονομάζονταν τότε οι Αγώνες, τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια με διοργανώτρια πόλη την Αρχαία Ήλιδα κατά τη διάρκεια των πιο ζεστών ημερών του καλοκαιριού. Μέχρι την 24η Ολυμπιάδα (684 π.Χ.) διεξάγονταν σε μία μόνο μέρα, ενώ άλλες τρεις προστέθηκαν στην 37η Ολυμπιάδα (632 π.Χ.). Στις περίπου πέντε ημέρες που διαρκούσαν, αφιερώνονταν στους βωμούς των θεών θυσίες, με πιο μεγαλειώδη εκείνη των εκατό βοδιών στο βωμό του Δία. Αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν στο Στάδιο και τον Ιππόδρομο, μπροστά σε χιλιάδες θεατές από όλες τις πόλεις του γνωστού ελληνικού κόσμου. Οι νικητές βραβεύονταν με ένα στεφάνι αγριελιάς από τα ιερά δέντρα της Ολυμπίας, τον κότινο, και απολάμβαναν ιδιαίτερες τιμές από την πατρίδα τους.
Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων διεξάγονταν διάφορα αγωνίσματα, όπως το στάδιο, η πάλη, η πυγμαχία, το παγκράτιο, τα ιππικά αγωνίσματα και το πένταθλο (άλμα, δρόμος, ακόντιο, δίσκος, πάλη). Όσοι συμμετείχαν ακολουθούσαν κοινούς κανόνες και συμβάσεις, που είχαν καθιερωθεί για την καλύτερη οργάνωση των αγώνων.
Μια από τις σημαντικότερες και συμβολικότερες παρακαταθήκες των Αγώνων είναι αυτή της εκεχειρίας. Όλες οι πόλεις ήταν υποχρεωμένες να σταματήσουν τις εχθροπραξίες κατά τη διάρκειά τους, ακόμα και πολύχρονους πολέμους με βαρύ φόρο αίματος. Στις μέρες, με θλίψη θα παρατηρήσουμε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Πόλεμοι ματαιώνουν Ολυμπιάδες, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος ματαίωσε την Ολυμπιάδα του 1916 και ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος αυτές του 1940 και 1944. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν σύμβολο ειρήνης και ενότητας.
Κάθε πόλη – κράτος φιλοδοξούσε να υπερηφανεύεται για τους περισσότερους Ολυμπιονίκες και αυτό είχε αποτέλεσμα την κύρωση πολλών νόμων που ενθάρρυναν τον αθλητισμό. Πάνω από όλα, όμως, η Ολυμπιάδα ήταν μια θρησκευτική γιορτή και όχι απλώς μια σειρά αθλητικών εκδηλώσεων, όπως συμβαίνει σήμερα.
Στην Ολυμπία οι Έλληνες τιμούσαν σε βωμούς που είχαν ανεγερθεί στην Άλτη το Δία, τον Κρόνο, τη Ρέα, τη Γαία, την Ειλείθυια ή Ελευθερία, τη Θέμιδα, τον Ιδαίο Ηρακλή και άλλες θεότητες. Από τον 6ο αιώνα π.Χ., Ναοί, με πρώτο το Ηραίο, το Ναό αφιερωμένο στην Ήρα, περίτεχνοι βωμοί και αγάλματα κοσμούσαν την Άλτη, που ήταν το κέντρο όλων των θρησκευτικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Στην Κλασική περίοδο (5ος – 4ος αι. π.Χ.) το συγκρότημα του Ιερού αναδιοργανώθηκε για να περιλάβει το μεγαλοπρεπέστερο ναό της Ολυμπίας, εκείνον του Δία, με το διασημότερο λατρευτικό άγαλμα του πατέρα των θεών, έργο του γλύπτη Φειδία και ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν νεοσύστατα κοσμικά κτήρια και αθλητικές εγκαταστάσεις. Στα Ύστερα Κλασικά χρόνια και κατά την Ελληνιστική περίοδο, η Ολυμπία διακοσμήθηκε με κτήρια που αφιέρωσαν ο Φίλιππος Β’, πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το περίφημο Φιλιππείο, αλλά και άλλοι εύποροι δωρητές. Επίσης, ανεγέρθηκαν καινούριοι εξελιγμένοι χώροι προπόνησης, όπως το Γυμνάσιο και η Παλαίστρα. Τη Ρωμαϊκή περίοδο το Ιερό απέκτησε διεθνή φήμη και απολάμβανε αυτοκρατορικά προνόμια. Με το πέρασμα των χρόνων, μοιραία, η παρακμή ήρθε, για να φτάσουμε στο 393 μ.Χ. τότε που ο Θεοδόσιος Α’, αυτοκράτορας του Βυζαντίου, μέσα στο γενικό μένος για οτιδήποτε αρχαιοελληνικό, το οποίο έπρεπε να καταστραφεί, να εκλείψει κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αιώνες και αιώνες κύλησαν στη ροή του χρόνου αλλά η ιδέα των Ολυμπιακών Αγώνων δεν ξεχάστηκε. Έτσι, μετά τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας και την απελευθέρωση αλλά και την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, στις αρχές του 19ου αιώνα πια, έγιναν κάποιες προσπάθειες για την αναβίωσή τους. Το 1833 ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος ανακαλούσε τον ένδοξο και ειρηνικό χαρακτήρα των Ολυμπιακών Αγώνων και η ποίησή του έστελνε το μήνυμα της αναβίωσής τους. Το 1838, ο δήμος Λετρίνων, περιοχή κοντά στην αρχαία Ολυμπία, αποφάσισε να τους αναβιώσει. Σύμφωνα με τα σχέδιά τους, οι αγώνες θα γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην πόλη του Πύργου. Καθώς δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για τους αγώνες αυτούς, οι ιστορικοί πιστεύουν ότι δεν έγιναν ποτέ.
Αντίθετα με την κοινή άποψη, οι Ολυμπιακοί του 1896 δεν ήταν οι πρώτοι σύγχρονοι Αγώνες. Οι Έλληνες τους είχαν αναβιώσει διοργανώνοντας τις Ζάππειες Ολυμπιάδες στην Αθήνα συνολικά τέσσερις φορές (1859, 1870, 1875 και 1889). Ωστόσο, οι αγώνες αυτοί ήταν αποκλειστικά ελληνικού ενδιαφέροντος, τόσο αναφορικά με τους αθλητές που έλαβαν μέρος όσο και με το κοινό που τους παρακολούθησε.
Ώσπου ήρθαν δύο άνθρωποι που έκαναν με το όραμά τους την αναβίωση πραγματικότητα. Ο Βαρόνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν, που το 1892 επηρεασμένος από τη φιλοσοφία των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και τις πεποιθήσεις του Άγγλου φιλάθλου Γουίλιαμ Μπρουκς αλλά και Ελλήνων διανοούμενων διακήρυξε την πρόθεσή του να ανασυστήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες πάνω σε σύγχρονες βάσεις, σε ομιλία του στη Σορβόνη. Έτσι, τον Ιούνιο του 1894 ως γενικός γραμματέας της Ένωσης των Γαλλικών Αθλητικών Σωματείων οργάνωσε στη Σορβόνη Διεθνές Συνέδριο για τη διάδοση και μελέτη του φιλαθλητισμού, στο οποίο πήραν μέρος αντιπρόσωποι από 14 χώρες.
Εκπρόσωπος της Ελλάδας και συγκεκριμένα του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου, ήταν ο δεύτερος άνθρωπος στον οποίο χρωστάμε τους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν ο Δημήτριος Βικέλας του οποίου η συμβολή ήταν καθοριστική, ενεργώντας αυτοβούλως πια μπροστά σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Στη φλογερή ομιλία του, που συνεπήρε τους συνέδρους, άλλαξε την ως τότε γνώμη του Κουμπερτέν οι πρώτοι Αγώνες να γίνουν στο Παρίσι το έτος 1900. Όπως ανέφερε, μπορεί στην Ελλάδα να μη μπορούμε να διοργανώσουμε πολυτελείς γιορτές με διασκεδάσεις αλλά έχουμε να δείξουμε τα μνημεία και τους τόπους των αρχαίων Αγώνων και η φιλοξενία και η εγκαρδιότητά μας θα αναπληρώσει τις όποιες ελλείψεις.
Έτσι, στις 23 Ιουνίου ημέρα λήξης των εργασιών του Συνεδρίου, αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, µε την τέλεση της πρώτης διοργάνωσης το 1896 στην Αθήνα.
Η τολμηρή πρωτοβουλία του Βικέλα προκάλεσε ενθουσιασμό στην κοινή γνώμη και τον τύπο στην Ελλάδα και ήταν η αιτία που συνέβαλε στην απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων τότε, αλλά και στην παγίωση του θεσμού τα επόμενα χρόνια. Ο Δημήτριος Βικέλας εξελέγη το 1894 πρώτος Πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 1896, οπότε τον διαδέχθηκε ο Πιέρ Ντε Κουμπερτέν.
Με χρηματικό ποσό που συγκεντρώθηκε σε δημόσιο έρανο και με τη συνδρομή του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ άρχισαν το 1895 οι εργασίες ανακατασκευής του Καλλιμάρμαρου Σταδίου του Περικλή, όπου έγιναν οι Αγώνες.
Η ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών αποδεικνύει την αδιαμφισβήτητη συνέχεια αυτού του τόπου, την ίδια συνέχεια που κορυφαίος μάρτυράς της κάθε στιγμή είναι η ίδια η Ελληνική Γλώσσα, αυτή που δεν έχει πάψει να μιλιέται εδώ και χιλιάδες χρόνια σε αυτή τη γη.
Η 1η μέρα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων ήταν, ολοφάνερα με ισχυρό συμβολισμό, η 25η Μαρτίου 1896.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ