Το βιβλίο του Ηλείου, με καταγωγή από την Κρέστενα, Βρασίδα Καραλή και τίτλο «Σφερδούκλια στο κεφάλι. Τα ιστορήματα της Διονυσίας» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δώμα.
Ο Βρασίδας Καραλής (1960) γεννήθηκε στην Κρέστενα της Ηλείας.
Είναι Καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ της Αυστραλίας.
Σφερδούκλια, οι ασφόδελοι, θεωρούνται τα λουλούδια των νεκρών.
Η Διονυσία, γιαγιά του συγγραφέα, είναι αγράμματη, αλλά όχι απαίδευτη.
Οι διηγήσεις της, τα ιστορήματά της, όπως λέει η ίδια, μοιάζουν με σπαράγματα μιας μνήμης που σαλεύει συνεχώς. Οι λέξεις της είναι ζυμωμένες με τις μυρωδιές των φυτών, τις ανάσες των ζώων, τη θλίψη γι’ αυτούς που χάθηκαν και από τις λιγοστές χαρές που βίωσε.
Ακούει τον «Ρωτόκριτο» και συγκινείται με το «αηδόνι» της Αιγύπτου, την Ουμ Καλσούμ. Ενδιαφέρεται για τη Χαλιμά και τον Ονειροκρίτη.
Στο ευσύνοπτο αυτό βιβλίο, το οποίο διάβασα απνευστί, ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή όπου απλοί άνθρωποι διαθέτουν πηγαία σοφία. Έναν τέτοιο πλούτο σοφίας διαθέτει και η γιαγιά του Βρασίδα Καραλή.
Όταν ο συγγραφέας ήταν μικρό παιδί και σκότωσε ένα πουλάκι, η γιαγιά Διονυσία του είπε:
«Μη τα βάνεις με την ομορφιά του κόσμου. Θα σε πατήσει το σκοτάδι. Όλος ο νους σου θα γίνει μαυρίλα, τάφος…»
«Δεν έχουμε εαυτό αν δεν μιλήσουμε για όσους μάς αγάπησαν.
Οι εφήμερες μέριμνες μας ωθούν να μη θυμόμαστε ποιος μας βάφτισε στον απέραντο ωκεανό της γλώσσας, στη μουσική και το ρυθμό των λέξεων.
Τα ιστορήματα που ακολουθούν συνιστούν κομμάτια μιας αφήγησης για όσα ζήσαμε μαζί με τη γιαγιά μου Διονυσία, στην Κρέστενα του νομού Ηλείας. Προσπάθησα να αποκαταστήσω τη ρευστή εκείνη εποχή —από το 1964, που κατάλαβα ότι υπάρχω, ώς το 1986 που πέθανε—, όπως την έβλεπαν τα μάτια ενός παιδιού που, απ’ όσα άκουγε γύρω του, ο Βενιζέλος ήταν ένας κακούργος που καιγόταν στην κόλαση με τον Βελζεβούλ, και ο Ξενοφώντας ένας μεγάλος μάγος που δυνάστευε παντοδύναμος τον τόπο.
Τα ιστορήματα είναι γεμάτα από την ευφορία της ζωής. Τα πάντα πλήρη ανθρώπου. Όταν η Διονυσία έλεγε δαιμόνια, εννοούσε θεούς. Και τους έβλεπε παντού, ευεργετικούς και εχθρικούς ταυτόχρονα, προσπαθώντας με τις μικρές τελετές της καθημερινότητάς της -τον αργαλειό, το μαγείρεμα, το τραγούδι- να τους κρατήσει σε απόσταση.
Αυτή ήταν η δική της ανθρωποδικία. Παρά την ευφορία τους, τα ιστορήματα προϋποθέτουν τραγωδία και καταστροφή. Μολοντούτο, δεν επιμένουν στο τραύμα. Μεταστοιχειώνουν την απουσία και το πένθος σε υποθήκες ζωής, σε δύναμη, θάρρος, καρτερία.
Τα λόγια της, όπως προσπάθησα να τα ανασυγκροτήσω εδώ, δεν συνιστούν λαογραφικές ασκήσεις, δεν χαριεντίζονται σε νοσταλγικές αποδράσεις, ούτε διατυμπανίζουν προνεωτερικούς εξωτισμούς.
Αν κάνουν κάτι, είναι να λυτρώνουν από τον τρόμο του αγνώστου.
Μη τα βάνεις με την ομορφιά του κόσμου. Θα σε πατήσει το σκοτάδι.
Όλος ο νους σου θα γίνει μαυρίλα, τάφος. Δεν ξεχνώ αυτή τη νουθεσία», αναφέρει ο συγγραφέας.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ