Βράδυ. Από ώρα σκοτεινιασμένος ο ουρανός. Νοέμβριος, κι όσο οδεύουμε προς το χειμερινό ηλιοστάσιο στις 21 Δεκεμβρίου όλο και πιο νωρίς θα νυχτώνει, όλο και πιο γρήγορα θα σκοτεινιάζει. Περπατούσα, το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο όπως συνήθως, με ακολουθεί αυτό το χούι από τότε που ήμουν πιτσιρίκι. Λες και ένιωθα την ανάγκη να μετράω τα βήματά μου ή σαν να φοβόμουν τι θα φέρει το επόμενο βήμα κι ήθελα με αγωνία να προλάβω να το δω, να το καταλάβω, να προλάβω να σώσω ό,τι γινόταν…αν γινόταν…
Ξαφνικά αντιλήφθηκα στην άκρη του οπτικού μου πεδίου μια μικρή λάμψη. Σήκωσα το βλέμμα. Σταμάτησα κι απλά έμεινα να το κοιτάζω. Στον εξωτερικό χώρο ενός καταστήματος ένα μικρό, τόσο δα λαμπιόνι, μαζί με άλλα, πολλά, παιχνίδιζαν αναβοσβήνοντας σε χαρούμενο ρυθμό. Μάλιστα… Ήταν το πρώτο λαμπιόνι των φετινών Χριστουγέννων, λοιπόν.
Λαμπιόνια… Γιορταστικά… Λαμπερά… Χαριτωμένα… Μπα… Μάλλον παρηγορητικά. Όσο περνούν τα χρόνια αισθάνομαι ότι αυτός είναι ο λόγος που μας κλέβουν το βλέμμα κι ένα χαμογελάκι σκάει στα χείλη. Ότι παρηγορούν εκείνο το μικρό παιδάκι μέσα μας. Ότι στάζουν λίγο βάλσαμο στις πληγές που του έχει ανοίξει η δύσβατη και ώρες – ώρες κακοτράχαλη διαδρομή σε τούτο τον κόσμο.
Λαμπιόνια… Ούτε καν Δεκέμβριος ακόμα…
Κι όμως στην πόλη φεγγοβολούν λαμπιόνια.
Μάλλον ψάχνουμε από κάπου να κρατηθούμε… Να πάρει ανάσα να αντέχει το μέσα μας…
Εκείνο το μικρό παιδάκι που κατοικεί πάντα εντός μας κι ας το έχουμε ξεχάσει. Που περίμενε με λαχτάρα να έρθει η ώρα να στολιστεί το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι. Κι όχι μόνο για το δώρο ή τα δώρα που θα το περίμεναν στη βάση του το πρωινό της Πρωτοχρονιάς, βλέπετε ακόμα τότε πίστευε στον πρόσχαρο χαμογελαστό παππούλη με τα κόκκινα που του έλεγαν οι διαφημίσεις ότι είναι ο Άι Βασίλης.
Περίμενε με ανυπομονησία να στολιστεί το δέντρο με τα στολίδια και τα λαμπιόνια του κι έκθαμβο καθόταν τα βράδια πλάι του με σβηστά τα φώτα να χαζεύει τις πολύχρωμες φλογίτσες που ταξίδευαν την ψυχή, το μυαλό και τη φαντασία του.
Ένα τέτοιο παιδάκι κι εγώ. Που περίμενε πώς και πώς τους γονείς του να φέρουν το δέντρο, φυσικό ακόμα τότε, τα συνθετικά δεν ήταν καθόλου διαδεδομένα εκείνες τις δεκαετίες, κάποιο κωνοφόρο από τις γύρω δασωμένες περιοχές, συνήθως από το χωριό της μάνας μου, την Ανάληψη κοντά στην Αμαλιάδα.
Μετρούσα κυριολεκτικά τις μέρες, γιατί τότε το συνηθισμένο ήταν να στολίζονται τα σπίτια λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα. Και γκρίνιαζα για τη συνεχή παραίνεση ή ακόμα και παρατήρηση αυστηρή «Πρόσεχε, θα κοπείς», αφού τα στολίδια τότε έσπαζαν αν τα κρατούσες πολύ σφιχτά ή αν έπεφταν στο πάτωμα. Και κάθε που κοιτάζω τώρα πια το στολισμένο δέντρο από μια σκοτεινή γωνιά του δωματίου, με τα φώτα κλειστά, σκέφτομαι,
«Για το έθιμο… Για τις γιορτινές μέρες που έρχονται… Γιατί έτσι συνηθίζεται…»
Μπα… Είναι που μάλλον ακόμα κι αυτές οι μικρές σταγόνες από φως που τρεμοπαίζουν κι αντανακλώνται σε στολίδια, τοίχους, έπιπλα λειτουργούν σαν ευεργετικές κι ευλογημένες σταγόνες από βάλσαμο… ανακουφίζουν…
Το παιδάκι που δεν ήξερε ακόμα ότι το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ήρθε εδώ μαζί με τον Όθωνα. Στα Ανάκτορα του Όθωνα στο Ναύπλιο το 1833 στολίστηκε πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Η ρίζα του σε ένα λαϊκό μεσαιωνικό δράμα για τον Αδάμ και την Εύα, το κυριότερο εξάρτημα τού σκηνικού του οποίου ήταν ένα έλατο διακοσμημένο με μήλα, το οποίο συμβόλιζε τον Κήπο τής Εδέμ. Η ιστορική του αρχή πάλι σε ένα έθιμο των αρχαίων Αιγυπτίων, των Κινέζων και των Εβραίων, όπου το αειθαλές δέντρο συμβόλιζε την αιώνια ζωή. Το παιδάκι που παλιότερα είχε δει και ζήσει τον παραδοσιακό ελληνικό στολισμό, το χριστουγεννιάτικο καραβάκι. Το καράβι που συμβολίζει την καινούργια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή μετά τη γέννηση του Χριστού.
Ήταν, όμως, και ένα είδος τιμής και καλωσορίσματος στους ναυτικούς που επέστρεφαν από τα ταξίδια τους.
Παλαιότερα, όταν οι γυναίκες περίμεναν τους ναυτικούς συζύγους τους να επιστρέψουν σπίτι, τον ερχομό τους γιόρταζαν με το χριστουγεννιάτικο καράβι. Συγκεκριμένα τη χριστουγεννιάτικη βάρκα, μια ξύλινη βάρκα που διακοσμούσαν με λαμπάκια και στολίδια, τοποθετώντας την είτε δίπλα από το τζάκι είτε έξω στην αυλή. Συνήθως, το στόλιζαν στις 6 Δεκεμβρίου προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, Αγίου Προστάτη των ναυτικών.
Έως περίπου και την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία το καραβάκι φεγγοβολούσε σε πολλά σπίτια αλλά και στα χέρια των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα.
Γιατί εκείνο το μικρό παιδάκι, παραμονές των τριών μεγάλων γιορτών, ξυπνούσε πριν καλά – καλά ξημερώσει με όλη τη χαρά του κόσμου να πάει μόνο ή με παρέα άλλων παιδιών να πει τα κάλαντα. Συνεχίζοντας, χωρίς καν να το υποπτεύονται παράδοση αιώνων. Εθιμικά τραγούδια που ψάλλονται από μικρά παιδιά και από ενήλικους άνδρες την παραμονή των τριών μεγάλων γιορτών της Χριστιανοσύνης υπήρχαν από αιώνες πριν και είναι καταγεγραμμένα στη λαογραφία.
Η ρίζα της λέξης κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα και παραπέμπει στην Πρωτοχρονιά του Ιανουαρίου, όταν ξεκίνησε να γιορτάζεται κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, περίπου το 2ο π.Χ. αιώνα, ενώ έως τότε γιορταζόταν τον Μάρτιο.
Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι τα κάλαντα σχετίζονται με τον ύμνο που έψαλλαν τα παιδιά στην αρχαιότητα κατά τη διάρκεια του εθίμου της «Ειρεσιώνης» όταν περιέφεραν ένα κλαδί ελιάς, η αγριελιάς στολισμένο με γιρλάντες από λευκό και κόκκινο μαλλί και κρεμασμένους τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα και δημητριακά, εκτός από μήλα κι αχλάδια), καθώς και φιάλες με λάδι και μέλι, που αποτελούσε μέρος της γνωστής αθηναϊκής γιορτής «Πυανέψια», ή «Πυανόψια», προς τιμήν του Απόλλωνα.
Στα χρόνια του Βυζαντίου απαγορεύτηκε το έθιμο ως ειδωλολατρικό αλλά οι Έλληνες στα ταξίδια το μετέφεραν στους Βορειοευρωπαίους, οι οποίοι στόλιζαν κλαδιά από δέντρα που φύονταν στις περιοχές τους, όπως τα έλατα. Όμως η παράδοση ήταν ισχυρά ριζωμένη κι έτσι τα κάλαντα τελικά διατηρήθηκαν στο Βυζάντιο και αφομοιώθηκαν από τον Χριστιανισμό μεταβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό τους χαρακτήρα.
Εκείνο το μικρό παιδάκι που θα θυμάται πάντα τα τραπέζια για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, με την οικογένεια, συγγενείς, φίλους. Τότε που δεν τα λέγαμε ρεβεγιόν ακόμα. Αλλά οι άνθρωποι μαζεύονταν για να μοιραστούν στο γιορτινό τραπέζι ό,τι είχαν ή και ό,τι δεν είχαν από φαγώσιμα αγαθά, μιας και τα οικονομικά δεν ήταν πάντα ανθηρά και πλούσια. Ήταν όμως η ψυχή και το συναίσθημα. Περιττό προφανώς να πω ότι και το ρεβεγιόν ήρθε εδώ μαζί με τον Όθωνα εκείνα τα χρόνια μετά την Απελευθέρωση από τους Τούρκους. Στην πρώτη Πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, στο Ναύπλιο, έγινε και το πρώτο ρεβεγιόν, ο ανακτορικός χορός που τα κατοπινά χρόνια θα γινόταν θεσμός της άρχουσας τάξης στο τέλος της χρονιάς και ο χώρος στον οποίο έγινε ήταν το Βουλευτήριο ή αλλιώς Boυλευτικό.
Εκείνα τα τραπέζια, που δεν έλειπαν τα γέλια, οι κουβέντες και οι γκρίνιες καμιά φορά, κι αυτές ακόμα στην αλήθεια των ανθρώπων είναι κι ίσως να είναι και καλύτερες από τα ψεύτικα, τα προσποιητά χαμόγελα και τις δήθεν φιλοφρονήσεις. Αλλά ούτε οι παιδικές χαρούμενες φωνές έλειπαν, αφού όλα τα παιδιά δε σταματούσαν το παιχνίδι. Τα τραπέζια που το απαραίτητο, το συμβολικό τους στοιχείο, πέρα από γαλοπούλες και κοτόσουπες, ήταν το Χριστόψωμο. Το μεγάλο, όμορφα πλασμένο καρβέλι που δέσποζε στο κέντρο του τραπεζιού. Πολλές οι συνταγές, το σχήμα και ο στολισμός ανάλογα με τις περιοχές. Για το ζύμωμα του Χριστόψωμου χρησιμοποιούν συχνά, εκτός από το αλεύρι, ελαιόλαδο, ροδόνερο, χυμό πορτοκάλι, μέλι, ζάχαρη, σουσάμι, κάρδαμο, γλυκάνισο, μαστίχα, μοσχοκάρυδο, κανέλα, γαρίφαλα κ.α.
Ο πιο συνηθισμένος στολισμός είναι ένας σταυρός στην μέση του καρβελιού και πάνω στον σταυρό καρύδια ολόκληρα ή αμύγδαλα. Το Χριστόψωμο επίσης στολίζεται με διάφορα λουλούδια, φυλλαράκια, ζώα, αλέτρια, πουλιά, πρόσωπα ανθρώπων, στολίδια της φύσης κ.α., πλασμένα κι αυτά από τη ζύμη του Χριστόψωμου και συνήθως ο σπιτονοικοκύρης το μοιράζει στους παρευρισκόμενους κόβοντας το με το χέρι.
Λαμπιόνια… Σε δρόμους… Σε βιτρίνες… Σε παράθυρα και μπαλκόνια σπιτιών… Οι γιρλάντες του στολισμού του Δήμου… Κοιτάζεις τις, σαν φλογίτσες, λάμψεις. Είναι οι μέρες, λέει, άντε, για το καλό, και του χρόνου… Δε βαριέσαι… Το σκοτάδι προσπαθούμε, μάλλον, να τρομάξουμε. Ή να το παρηγορήσουμε.
Το εκάστοτε σκοτάδι. Του νυχτερινού ουρανού, της νύχτας. Του άδειου σπιτιού. Των ορφανών χεριών. Το απειλητικό του άγριου κόσμου γύρω. Το εντός των άλλων. Το εντός το δικό μας.
«Τη νύχτα που ’χεις μέσα σου τη λες με τ’ όνομα σου…»,
Που λέει κι εκείνος ο στίχος του Μάνου Ελευθερίου…
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ