Με μια εμπεριστατωμένη, πλήρη ιστορικών στοιχείων αλλά και συγκίνησης ομιλία λάμπρυνε την τελετή του εορτασμού για τη συμπλήρωση 199 χρόνων από την θρυλική Μάχη του Βαρθολομιού, που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024, η εκπαιδευτικός – δασκάλα του 2ου Δημοτικού Σχολείου Βαρθολομιού κα Μαρία – Ελένη Μπεναρδή.
Την ομιλία σας παραθέτουμε αυτούσια παρακάτω:
«Σεβασμιότατε, Πανοσιολογιότατοι, Σεβαστοί Πατέρες, κύριε Δήμαρχε, κύριε βουλευτή, κύριε αντιπεριφερειάρχη, κύριε εκπρόσωπε της Ελληνικής Αστυνομίας, κυρίες και κύριοι Αντιδήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι, κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι κοινοτικοί σύμβουλοι, κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι φορέων, αγαπητοί εκπαιδευτικοί και μαθητές, κυρίες και κύριοι…
Μέσα από τη λαμπρή Ιστορία αιώνων και χιλιετιών της Πατρίδας μας, σημαντικότερη αναμφίβολα στιγμή των νεότερων χρόνων υπήρξε η Επανάσταση του 1821, ο απελευθερωτικός αγώνας των προγόνων μας για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και τη δημιουργία του νεότερου Ελληνικού Κράτους. Και δικαίως σε όλη την επικράτεια πραγματοποιούνται κάθε χρόνο εορταστικές εκδηλώσεις για να θυμηθούμε τα ένδοξα κατορθώματα των ηρώων μας, να διδαχθούμε από τις πράξεις τους και να τελέσουμε μνημόσυνα στη μνήμη τους.
Η πόλη μας, το Βαρθολομιό, μπορεί να καυχάται για την συνεισφορά της σε αυτόν τον μεγάλο αγώνα του Γένους μας, διότι το όνομά του γράφτηκε με χρυσά γράμματα στις δέλτους της ελληνικής επανάστασης μαζί με τα ονόματα τόσων άλλων πόλεων και χωριών, μιας και με τη μάχη που διεξήχθη σε αυτό, συνεισέφερε τα μέγιστα στον αγώνα και πρόσφερε ως φόρο αίματος τη θυσία των παιδιών του, ποτίζοντας με το αίμα τους το δέντρο της Λευτεριάς.
Βρισκόμαστε στα 1825. Πέμπτο έτος του ξεσηκωμού και η επανάσταση στην Πελοπόννησο κινδυνεύει να σβήσει. Ο Ιμπραήμ πασάς, μετά την απόβαση στην Μεθώνη επελαύνει χωρίς αντίσταση με σκοπό να βοηθήσει τον Κιουταχή στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Ξημέρωμα της 12ης Νοεμβρίου του 1825. Μία μέρα μετά τη φονική μάχη. Οι πύλες του Κάστρου ανοίγουν και δειλά δειλά οι κλεισμένοι μέσα σ’ αυτό εναπομείναντες μαχητές μαζί με τις φαμελιές του Βαρθολομιού και των γύρω χωριών παίρνουν την κατηφοριά. Η αγωνία μεγάλη. Τρείς μέρες τώρα ο στρατός του Χουσεΐν μπέη, στρατηγού του Ιμπραήμ πασά, χτυπά το Βαρθολομιό με καβαλαρία και πεζικό. Τρεις μέρες οι κλεισμένοι στα λιγοστά σπίτια του χωριού αντιστέκονται στους Τουρκοαιγύπτιους. Την προηγούμενη ημέρα ο καπετάν Πανάγος Βέρρας μαζί με τον Γιωργάκη και γύρω στα 150 παλικάρια αποφάσισαν κατόπιν παράκλησης, να βγουν από το Κάστρο προς ενίσχυση των αμυνομένων. Το ντουφεκίδι έχει σταματήσει αποβραδίς. Το ίδιο και εκείνη η απρόσμενη δυνατή βροχή που όλο το απόγευμα έπεφτε ασταμάτητα.
Η σιωπηλή πομπή φτάνει λίγο έξω από το χωριό, στη θέση Αμπέλια. Το θέαμα που αντικρίζουν, συγκλονιστικό. Αμέτρητα κορμιά νεκρών Τουρκοαιγυπτίων κείτονται νεκρά. Από τους 4.000 πεζούς και 500 ιππείς, γύρω στους 1.000 δεν θα ξαναδούν το φως της μέρας. Ανάμεσά τους και οι ματωμένες φουστανέλες των ηρωικών μαχητών. ‘Ολοι θυσία στο βωμό της λευτεριάς, πλην ενός. Ένας άνδρας βαριά τραυματισμένος αλλά ζωντανός. Θλιβερός, μα αψευδής μάρτυρας των πρόσφατων γεγονότων. Τους διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τα όσα συνέβησαν. Για τον στρατό του Ιμπραήμ που ακάθεκτος εισέβαλε στην Ηλεία και σχεδόν ατουφέκιστος έφτασε στη Γαστούνη. Βλέπεις ο Κολοκοτρώνης μόλις έχει αποφυλακιστεί, θύμα κι αυτός του εμφύλιου σπαραγμού. Για τους 100 περίπου κατοίκους του χωριού που αντιστέκονταν κλεισμένοι στα σπίτια τους αφού προηγουμένως είχαν στείλει τις φαμελιές τους ασφαλείς στο Χλεμούτσι. Για τον καπετάνιο του, τον Πανάγο Βέρρα, που χωρίς δεύτερη κουβέντα, μόλις ήρθε το μαντάτο για βοήθειά τους, μην υπολογίζοντας το πολλαπλάσιο του εχθρικού στρατεύματος, έδωσε εντολή για έξοδο από το Κάστρο και συνάντηση του εχθρού. Σκληρή και αδυσώπητη η σύγκρουση. Το ιππικό των Αιγυπτίων έχει μεγάλες απώλειες. Τώρα το πεζικό του εχθρού εφορμά και η μάχη γίνεται άνιση. Βλέπει μπροστά του τον καπετάνιο του, σαν άλλον Παλαιολόγο στις επάλξεις της Κωνσταντινούπολης, να εμψυχώνει τους συμπολεμιστές του. Και ξαφνικά, μες στη φωτιά του πολέμου, η αναπάντεχη δυνατή βροχή. Νότισε η μπαρούτη. Τα καριοφίλια άχρηστα πια στα χέρια τους. Τον λόγο είχαν τώρα τα γυμνά γιαταγάνια. Οι ιππείς του εχθρού θα σπαθίσουν τους τελευταίους μαχητές μέχρις εσχάτου, ανάμεσα στα αμπέλια του χωριού. Τα λεγόμενα του επιζώντος βεβαιούν με τα γραφόμενά τους οι ιστορικοί του αγώνα Φρατζής και Σπυρίδων Τρικούπης στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, όπως και οι Γεωρ. Σισίνης και Φωτάκος στα Απομνημονεύματά τους. Τώρα απομένει μονάχα το ιερό καθήκον. Οι επιζήσαντες, καθάρισαν, έπλυναν και με μεγάλη τιμή και ευλάβεια ενταφίασαν τους νεκρούς τους, τους πατεράδες, συζύγους, γονείς, αδελφούς και φίλους.
Πολλές φορές συζητώντας για μια μάχη και την έκβασή της, συχνά τίθεται το ερώτημα του αστάθμητου παράγοντα της Ιστορίας. Στην προκείμενη περίπτωση της μάχης του Βαρθολομιού, πολλοί από εμάς έχουμε ίσως αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε αν δεν είχε ξεσπάσει βροχή κατά τη διάρκεια της μάχης. Ας αναλογιστούμε. Ακόμα κι αν ο Εφιάλτης στις Θερμοπύλες δεν είχε αποκαλύψει στον Ξέρξη την Ανοπαία ατραπό, το μυστικό εκείνο μονοπάτι, πάλι ο Λεωνίδας με τους 300 τους θα έπεφταν νεκροί πολεμώντας έναν υπέρτερο στρατό, «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Το ίδιο έκανε τον Μάιο του 1825, λίγους μήνες πριν τη δική μας μάχη, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι γνωρίζοντας προφανώς την έκβασή της και το τέλος του. Το ίδιο έκαναν και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου οι ηρωικοί υπερασπιστές των Οχυρών του Ρούπελ μπροστά στις σιδηρόφρακτες στρατιές του Χίτλερ, δίνοντας μοναδικό παράδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας. Το ίδιο θα κληθούν να κάνουν οι Έλληνες κάθε φορά που κάποιος επίβουλος εχθρός τολμήσει να πατήσει τα ιερά χώματά μας. Κι ας είμαστε πάντα ολίγοι. Αυτό δεν απάντησε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης στον ναύαρχο Δεριγνύ πριν τη μάχη στους Μύλους; «Είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει. Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπο, ότι η τύχη μας, έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι ,παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και μαγιά.
Σήμερα, αυτή η μαγιά των αγωνιστών του 21, στέκει εδώ μπροστά στην προτομή του καπετάν Βέρρα, αποτίοντας φόρο τιμής. Το όνομά του, το διατήρησε ο κάλαμος της Ιστορίας αθάνατο για τις επερχόμενες γενεές. Μαζί του όμως έπεσαν και γύρω στους 150 λεβέντες του χωριού μας που θα παραμείνουν για πάντα ανώνυμοι. Και τι μ’ αυτό; Στα συναξάρια της Εκκλησίας μας διαβάζουμε … Μνήμη του αγίου μάρτυρος Τάδε και των συν αυτώ μαρτυρησάντων και γνωρίζουμε ότι με το μαρτύριό τους κέρδισαν το στέφος της δόξης, ανώνυμοι για εμάς, γνωστοί όμως στον στεφανοδότη Χριστό. Έτσι και με τα παλικάρια του καπετάνιου, τα συν αυτώ, ο ανθός του χωριού, που σίγουρα κάποιοι από εμάς φέρουμε το όνομα ή το επώνυμό τους. Έλαβαν κι αυτά το αμάραντο στεφάνι της Δόξας, γινομένο από λίγα χορτάρια, που είχαν μείνει στην έρημη γη, όπως μοναδικά εξύμνησε ο εθνικός μας ποιητής στο επίγραμμα του. Έθος πανάρχαιο, μιας και στην αρχαιότητα «Μία κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών» όπως αναφέρει ο Θουκιδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, για να τιμηθούν οι αφανείς ήρωες.
Αναζητώντας ιστορικά στοιχεία, πέραν των αυτών της Εθνεγερσίας, η οδός της αναζήτησης με οδήγησε στα άρθρα και συγγράματα του συντοπίτη μας, αείμνηστου Ανδρέα Μπράτη, καθηγητή θεολόγου, λυκειάρχη, όπου αναγράφονται σημαντικά στοιχεία, καρπός πολυετούς έρευνας, σχετικά με τον τόπο και την έκβαση της μάχης. Ο καρπός αυτής της έρευνας, συνεισέφερε επιπρόσθετα στοιχεία σχετικά με λεπτομέρειες της μάχης και προσδιόρισε με μεγάλη βεβαιότητα τον ακριβή τόπο στον οποίο διεξήχθη. Μάλιστα, εις μνήμην αυτών των ανωνύμων πεσόντων, πριν λίγα χρόνια στη θέση Αμπέλια, μεταξύ Βαρθολομιού και Βρανά, καθ’ υπόδειξιν του καθηγητού-συγγραφέα, ένας ευσεβής συντοπίτης μας ανήγειρε έναν ταπεινό τύμβο-προσκυνητάρι που τον επιστέφει ένας σταυρός και καίει ακοίμητο καντήλι εις αιώνιο μνημόσυνο των ψυχών τους. Αυτό που τελούμε όλοι όσοι συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ .
Με τη σημερινή εκδήλωση ανακαλούμε στη μνήμη μας τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας. Στην εποχή μας καλούμαστε να δώσουμε άλλου είδους αγώνες. Για την κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, πνευματική και κυρίως ηθική ανάταση της πόλης μας , του νομού μας, της πατρίδας μας γενικότερα. Για πρόοδο και προκοπή. Να θυσιάσουμε το εγώ μας υπέρ του κοινού συμφέροντος. Να επικρατήσει πνεύμα συνεργασίας, αλτρουισμού, ευημερίας και ομόνοιας για την επίτευξη των άδολων και εμπνευσμένων με όραμα στόχων και ιδανικών. Να φανούμε όλοι όσοι σήμερα παρευρισκόμεθα εδώ, άρχοντες, κλήρος και λαός, εκπαιδευτικοί και μαθητές, όλοι οι κάτοικοι του Βαρθολομιού και των γύρω χωριών, αντάξιοι απόγονοι των ηρωικών πεσόντων και να αποδείξουμε έμπρακτα ότι η θυσία τους δεν πήγε χαμένη αλλά αποτέλεσε την απαρχή μιας λαμπρής πορείας του τόπου και της Πατρίδας μας γενικότερα.
Τιμή και δόξα στους ηρωικούς πεσόντας της μάχης του Βαρθολομιού
Ας είναι η μνήμη τους αιωνία.»