Σήμερα, που είναι η γιορτή του Αγίου Νικολάου, του Άι – Νικόλα των πελάγων και των θαλασσινών, μοιραζόμαστε μαζί σας ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Το έβδομο ρούχο», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 56 – 62.
Το εκκλησάκι με τα φύκια κι ο Άγιος φύλακας άγγελος των ταξιδευτών του απέραντου της θάλασσας, σε μια εξαιρετική και βαθιά ανθρώπινη, από την ψυχή αφήγηση της σπουδαίας Ευγενίας Φακίνου.
«ΜΑΝΑ
Μεγάλη καταιγίδα έφερε. Το ‘νιωθα στα μαλλιά μου. τα ‘κανα ετσιδά με το χέρι και τσιμπούσαν. Το φουστάνι μου, εκεί στο γόνατο, που το ‘τριβα, σηκωνότανε. Βογκάει όλος ο τόπος… Πού το ‘βρε τόσο νερό κι αγέρα μαζί… Το νερό καλό κάνει στα σπαρτά, ο αγέρας όμως…
Σα φύσαγε έτσι στα Βουρλά, η συχωρεμένη η θεια μου άναβε δίπλα στο καντήλι τη λαμπάδα της Αναστάσεως… γονάτιζε κι όλο ανοιγόκλεινε τα χείλια της… Ο μπάρμπας μου -βλέπεις- ο Θεοτόκης είχε καΐκι…
Κόπασε λίγο ο αέρας… αλλά η βροχή πέφτει με το τουλούμι… Η καμπάνα!… Ναι, ναι, δε γελιέμαι… Είναι η καμπάνα…
- Ελένη!… Η καμπάνα! Γύρισε ο Άγιος…
- Τον άκουσα, μάνα. Σαν ξημερώσει με το καλό, θα πάω να καθαρίσω…
- Θα ‘ρθω κι εγώ. Σιγά σιγά θα πηγαίνουμε… Καιρό έχω ν’ ανέβω και ποιος ξέρει αν θα τα ξανακαταφέρω…
Πάνε χρόνια που πρωτάκουσα την καμπάνα. Ό,τι είχα πρωτόρθει. Έβρεχε -θυμάμαι- και φύσαγε πολύ… Από τ’ απόγεμα έριχνε… Ήτανε βραδάκι και τάιζα τη βάβω τη σούπα της. (…)
(…)Εκείνο το βράδυ, έκανε τόση φασαρία η βροχή κι ο αγέρας, που δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι. Καθόμουνα δίπλα της με τη λαμπίτσα αναμμένη κι έπλεκα κάλτσα. Η βάβω κούναγε -κατά το συνήθιο της- το κεφάλι πέρα δώθε. Είχα καιρό να δω τον Ανδρόνικο. Ούτε στον ύπνο μου ούτε στον ξύπνο μου τον είχα δει. από τότε στο σταυροδρόμι, δεν τον είχα ξαναδεί. Σκεφτόμουνα μην είχε θυμώσει που στάθηκα να ξεχειμωνιάσω εδωνά και δεν προχώραγα νότια να ψάξω για το κορίτσι. Ρώτησα τη βάβω αν βλέπει στον ύπνο της το συχωρεμένο τον καπετάνιο της. «Όχι», μου λέει. «Δεν τον βλέπω. αλλά τον ακούω συνέχεια. Κι όχι στον ύπνο μου, μα στον ξύπνο μου. Όλα τα λογάριασε εκείνος. Ακόμα κι αυτό. Να τον ακούω και πεθαμένο».
Δεν κατάλαβα τι έλεγε, μα δεν της είπα τίποτα. Μετά από ώρα και έτσι, χωρίς να της έχω πει τίποτα -το’χε αυτό το συνήθιο η βάβω- μου άρχισε μια ιστορία. Ο συχωρεμένος, λέει, είχε τόσο σιχαθεί τη θάλασσα που όταν κάνανε τράμπα το καΐκι τους με τον αραμπά, κράτησε ένα κουπί. Η βάβω δεν είχε καταλάβει γιατί ο καπετάνιος της κράτησε το κουπί. Σε τι θα του χρειαζότανε; Εκείνος, όμως, είχε τα σχέδιά του. Όπου πηγαίνανε, έδειχνε το κουπί και ρώταγε. «Για δες, κουμπάρε, ξέρεις τι ‘ναι τούτο;». Ο άλλος του ‘λεγε, βέβαια, κουπί. Κι ο καπετάνιος έδινε μια στα ζωντανά και ξεκινάγανε. «Θα χτίσω σπίτι και θα ριζώσω εκεί που ο κόσμος δε θα ‘χει δει ποτέ του θάλασσα. Ποτέ του καΐκι. Ποτέ του βάρκα και κουπί. Όταν θα δείξω το κουπί και θα μου πούνε ξύλο κι όχι κουπί, εκεί θα μείνω!»
Έτσι βρέθηκαν στις Ρίζες. Εδώ, σαν τους έδειξε το κουπί, του είπανε «ξύλο». «Όμως η θάλασσα είναι σαράκι», είπε η βάβω. «Όποιος τη δει μια φορά δεν την ξεχνά ποτές του. Όταν πιάστηκε ο καπετάνιος μου εδώ κι έχτισε το σπίτι, όλοι ξαφνίστηκαν. Τέτοιο σπίτι δεν είχαν ξαναδεί. Ψαριανό σπίτι είχε βάλει τους χτιστάδες να του φτιάξουνε. Ξέρανε αυτοί από καμαρωτές πόρτες και παράθυρα;… Από ταρτάνες και στέρνες;… Μπα!… Και μετά, μια μέρα, είδα να ‘ρχονται κάτι γιούφτοι… Σέρνανε έναν αραμπά με κάτι σιδερικά… Στάθηκαν στην πόρτα μας και ξεφόρτωσαν… την άγκουρα!… Μάλιστα!… Μόνο που του κακοφάνηκε του καπετάνιου μου γιατί τις άκριες δεν τις κάνανε όπως έπρεπε… Τέλος πάντων…»
Πάλι δεν κατάλαβα. Μου είπε μια άλλη ιστορία, ενώ εγώ περίμενα να μου πει πώς τον ακούει τον καπετάνιο της στο ξύπνο της…΄Εγειρα στο σοφαδάκι κι αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα από τη βάβω που με σκούνταγε.
«Γροικάς;», μου λέει.
Άκουγα την καμπάνα να χτυπάει μες το σκοτάδι και τη βροχή που ‘πεφτε συνέχεια.
«Γροικάς;», ξανάπε η βάβω. «Ο Άγιος Νικόλας ταξιδεύει. Σήμερα πήγε να μερέψει τα νερά. Τώρα γύρισε. Τίναξε τα φύκια από πάνω του και το εκκλησάκι του γέμισε φύκια. Μεσάνυχτα και βάλε γυρίζει πάντα. Χτυπάει τότε την καμπάνα του, που πάει να πει: ελάτε να καθαρίσετε το εκκλησάκι μου. Να πας αύριο πρωί πρωί να το καθαρίσεις. Ο καπετάνιος μου το ‘χτισε το εκκλησάκι. Ολόιδιο μ’ εκείνο του Άι – Νικόλα των Ψαρών. Γι’ αυτό σου είπα ότι τον ακούω και στον ξύπνο μου».
Κι όπως το ‘χε συνήθιο η βάβω, σώπασε. Λέει τρεχαλητή την ιστορία που έχει να σου πει… και μετά βουβαίνεται. Σκέφτεται;… Θυμάται;… Άγνωστο!…
Η καμπάνα χτύπαγε όλη νύχτα. Είπα πως θα ‘ταν ο αέρας, μα δε φύσαγε πια καθόλου. Ούτε που είχα πιστέψει την ιστορία της βάβως. Κάτι πάλι θα ‘χε μπλέξει στο μυαλό της. Έκλεισα τα μάτια μου αλλά η καμπάνα δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Δε χτύπαε ούτε αναστάσιμα ούτε λυπητερά. Έναν άλλο ρυθμό κρατούσε. Νταν, σταμάταγε μια ανάσα και πάλι ντιν – ντιν – ντιν – νταν, σταμάταγε για μια ανάσα και πάλι… Να τη χτύπαε άνθρωπος μες στη νύχτα, μες στη βροχή;… Περίεργο!… Αλλά κι ο αέρας σίγουρα δεν ξέρει από ρυθμούς και κρατήματα… Εκτός κι αν ξέρει…Στα τελευταία δυο χρόνια για τίποτα πια δεν είμαι σίγουρη… Όσα είχα για σίγουρα γίνανε σκόνη και σκορπίσανε. Και τ’ άλλα της στιγμής -τ’ αβέβαια- γίνονται πέτρες και στέκουνε… Πάει ο Ανδρόνικος, το κορίτσι μου, το σπίτι μου, το χωριό μου, ολόκληρη Μικρασία… πάει!… Δεν απόμεινε τίποτα…
Η βάβω με σκούντησε το ξημέρωμα. «Έλα», μου είπε, να σου πω για την εκκλησούλα. Μόλις βγεις από την περβόλα και προχωρήσεις δεξιά, θα πάρεις μια ανηφόρα. Θα περάσεις κάτι κοτρόνια. Λένε πως είναι αρχαία. Θα προχωρήσεις, θα περάσεις το Δέντρο και στο ΄θψωμα θα δεις το εκκλησάκι. Πίσω από το κυπαρίσσι έχει σκούπα. Σάρωσε τα φύκια και κάνε τα ένα σωρουδάκι απόξω απ’ την εκκλησία. Όταν θα στεγνώσουν, θα πας να τα κάψεις».
«Παραξενιές της βάβως», σκέφτηκα και σηκώθηκα. Είχα κοντά δέκα μέρες μαζί της. Έξω δε μ’ άφηνε να βγαίνω. Φοβότανε μην το σκάσω και απομείνει μοναχή. Μια δυο φορές ήρθε ένα παιδάκι -αγγόνι, δισάγγονο, ποιος ξέρει;- και μας έφερε λίγο κρέας και τυρί. Αλλιώς ψυχή δεν πάταγε στο σπιτάκι της. Ήθελα να βγω. Λαχταρούσα το περπάτημα. Τη λευτεριά που σου δίνει το περπάτημα. Βγαίνοντας, την άκουσα που μου φώναζε: «Μην αργήσεις, ε;…»
Είχε μεγάλο περβόλι η βάβω. Στην άλλη άκρη του περβολιού είχε και σαρτί, μεγάλη ξύλινη αποθήκη, μακρόστενη και σκεπαστή με σανίδια. Είχαμε και στα Βουρλά τέτοια. Όμως το περβόλι είχε ρημάξει. Κάτι λάπατα πήρανε να φυτρώνουν και αγριοράδικα και ζοχοί. Τίποτ’ άλλο. Και να ‘χω ένα μεσοφόρι με όλο των λογιών τα σπόρια… Όμως, δεν τα ‘χα για τα ξένα περβόλια… Μόνο όταν θα ‘βρισκα το κορίτσι μου, την Περσεφόνη, τότε θα τα φύτευα… Τώρα ασ’ τα να περπατάνε μαζί μου. Μαζί με τα μισοφόρια μου…. Βρήκα δεξιά την ανηφόρα και την πήρα. Πέτρες και ξεραΐλα. Ξεραμένα γαϊδουράγκαθα απ’ το καλοκαίρι.. πού οι εξοχές των Βουρλών… Να κι οι αρχαίες πέτρες που είπε η βάβω. Ωραίες πέτρες, στρογγυλές. Σαν ένα μικρό αλώνι ήτονε. Μόνο που είχε και δυο σκαλάκια γύρω γύρω, σα θέσεις. Τι τις θέλανε τις καρέκλες στ’ αλώνι;… Περίεργο πράμα. Ήτονε βρεγμένες οι πέτρες απ’ τη χτεσινή βροχή, όμως έκατσα να πάρω μιαν ανάσα. Είχα βγάλει την ανηφόρα μονοκόμματα.
(…) Το εκκλησάκι έχει μια καμπάνα χωρίς σκοινί και ένα πεζουλάκι γύρω γύρω. Βρήκα πίσω απ’ το κυπαρίσσι τη σκούπα. «Άντε», σκέφτηκα, «ας σκουπίσω το εκκλησάκι, γιατί ποιος θα ‘ρχεται ως εδώ πάνω να το συγυρίζει… Μοναχά δε σκέφτηκα να φέρω λάδι και λουμίνια ν’ ανάψω τα καντήλια… Δεν πειράζει, την άλλη φορά». Έσπρωξα το ξύλινο πορτέλι και μπήκα. Κρατήθηκα μην πέσω και σκοτωθώ… Όλο το εκκλησάκι μοσχοβόλαε θάλασσα και φύκια. Έσκυψα κι έπιασα μια φούχτα. Μακρόστενα, καφετιά και σταχτιά φύκια. Βρεμένα ακόμα από τη θάλασσα. Πού βρέθηκαν τα φύκια στα βουνά της Θεσσαλίας;… Και βρεμένα μάλιστα…
Ήτονε παντού. Στα ψαλτήρια, στο καντηλέρι, μερικά κρεμόντουσαν στα στασίδια, άλλα πάνου στο παγκάρι. Είχε και δυο αστερίες, ζωντανούς ακόμα…
Έπεσα στα γόνατα κι έκλαιγα κι έκλαιγα… Δεν ξέρω γιατί… Από μετάνοια στον Άι – Νικόλα και τα ταξίδια του, στη βάβω που δεν την πίστεψα;…Όχι!… Είχε και χαρά το κλάμα μου. Σαν να βρήκα κάτι που ‘χα χάσει. Τη θάλασσα, τα φύκια, τον Άγιο… Σκέφτηκα τιν Άγιο να τρέχει πάνω απ’ τα αφρισμένα κύματα, να τ’ ακουμπάει με το δάχτυλο κι αυτά, σα μωρά, να ησυχάζουν και να κοιμούνται. Πόσο κουρασμένος θα ‘ναι ο Άγιος… Πόσες θάλασσες θα ‘χει μερέψει. Πόσες χιλιάδες φύκια θα ‘χει τινάξει απ’ τα ρούχα του… Κι ύστερα κουρασμένος αλλά ευτυχισμένος που γλίτωσε τόσες ζωές, τόσα καΐκια, θα μπαίνει στην εικόνα του και θα κάνει τον ξύλινο.
Κάποτε σηκώθηκα. Σκούπισα τα φύκια και τα ‘κανα σωρό έξω, στο πεζούλι κοντά. Έβαλα και πέτρες απάνω μη σκορπίσουν. Είχε λάδι σ’ ένα μπουκάλι. Δυο δάχτυλα μονάχα αλλά είχε. Βγήκα έξω. Δε γίνεται να μη βρω λουμίνια. Εκκλησία χωρίς μια δυο καλαθροπιές κοντά της δε γίνεται. Βρήκα. Άναψα το καντήλι. Παλιοκαιρίσιο ήτονε. Και σκονισμένο. Το ‘τριψα, το ‘τριψα στη φούστα μου, γυάλισε. Ήτονε από μπρούντζο, με κόκκινες πέτρες. Από κάτω κρεμότανε ένας σταυρός από κόκκινες στρογγυλές πέτρες. Ο Άγιος με παρακολουθούσε απ’ την εικόνα του όπου κι αν πήγαινα, ό,τι κι αν έκανα. Πρόσπεσα και προσευχήθηκα βαθιά, τόσο που ποτέ δεν το ‘χα κάνει. Για το κορίτσι πιο πολύ.
Βγήκα ανάλαφρη έξω. «Να ‘σαι καλά, βάβω», σκέφτηκα, «που μ’ έστειλες εδώ». (…)»