Γκολιάρντα Σαπιέντσα (2024),
Εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Άννα Παπασταύρου, σελίδες 304
Χρόνος, δεκαετία του 1950. Οι επιρροές του τελευταίου πολέμου και του φασισμού είναι ακόμα ορατές. Το παρελθόν δεν έχει φύγει ακόμα. Τόπος, το όμορφο Ποζιτάνο στη νότια Ιταλία.
Το μεσογειακό τοπίο ενός μικρού χωριού σκαρφαλωμένο πάνω στα βράχια, του χωριού που παρακολουθεί της θάλασσας τα παιχνίδια και τα αγριέματα, που έχει «γίνει ένα» με την κουλτούρα των κατοίκων.
Ένα μυθιστόρημα μείγμα: ερωτισμού, πολιτικής, στοχασμού, υπαρξιακής αγωνίας, όμορφων περιγραφών, προσώπων με ανησυχίες, απλών ανθρώπων, ισχυρών προσωπικοτήτων.
Η Γκαλιάρντα, η μελαγχολική πριγκίπισσα, αναζητά τις κρυφές πηγές της ζωής. Η ομορφιά της ασκεί γοητεία ισχυρή, απόμακρη. Ακτινοβολεί. Μερικά πρόσωπα είναι μόνο για να τα θαυμάζεις.
Αναπτύσσει μια γοητευτική φιλία με την Έρρικα, ηθοποιό με έντονο το καλλιτεχνικό πάθος.
Η σχέση τους περνάει από διάφορες δοκιμασίες αλλά είναι πάντα άτρωτη.
Το βαρύ οικογενειακό φορτίο με πολλαπλές περγαμηνές αρχοντιάς αλλά και με ανοιχτές πληγές θα είναι πάντα μέσα στην ψυχή της Γκολιάρντα. Θα την καθορίσει.
Η γραφή του βιβλίου κρύβει έναν ρομαντισμό – ίσως από την ομορφιά αυτής της μικρής θαλασσινής γωνιάς και από τη γοητεία της «πριγκίπισσας» – αν και τα θέματα που τίθενται αγγίζουν την ουσία της ύπαρξης.
Η Γκαλιάρντα ζει για το γράψιμο. Η φίλη της το ξέρει.
«Και έπειτα η ζωή μένει πάντα ένα άγραφο μυθιστόρημα, αν θαφτεί μέσα μας, κι εγώ πιστεύω στη λογοτεχνία. Μόνο ό,τι γράφεται μένει και με τον καιρό γίνεται ζωή, η μοναδική ζωή που μπορεί να διαβαστεί, έστω και από πολλές πλευρές και, παρότι μπορεί να φανεί παράδοξο, η μοναδικά απόλυτα αληθινή.
Αυτό το μικρό κήρυγμα είναι αφιερωμένο σε σένα Γκολιάρντα, και στο πρόβλημά σου, το οποίο θέλεις να μοιραστείς μαζί μου: αφοσιώσου στο έργο της αφήγησης, μην αφήνεις να σε φοβίζει η δυστυχία που κυνηγάει πάντα όποιον ετοιμάζεται να μπλέξει με αυτό το επάγγελμα, και μη με τα μελαγχολείς.
Ποιος ξέρει έπειτα γιατί, κάθε φορά που γίνεται λόγος για σένα, μελαγχολείς»!
Οι αναμνήσεις άλλοτε ξαλαφραίνουν την ηρωίδα και άλλοτε τη βυθίζουν σε σκοτάδια. Οι κάτοικοι του Ποζιτάνο τη θαυμάζουν, αλλά λίγα γνωρίζουν για τις αγωνίες της, για τους προβληματισμούς της, για τα σχέδιά της. Γεννούσε πόθους και φαντασιώσεις, γοήτευε με την παρουσία της, αναδείκνυε την ομορφιά του τόπου. Ήταν ο ανθός της ακτής του Αμάλφι.
Κάποια στιγμή θα χωρίσουν οι δύο φίλες. Μόνιμα ή προσωρινά;
Η Έρρικα νιώθει έλξη επιστροφής. Τα γεγονότα που έζησε και κυρίως η πολύτροπη σχέση της με την «πριγκίπισσα» δεν την αφήνουν να καταλαγιάσει τους πόθους της. Μόνο η ίδια η γραφή της συγγραφέως μπορεί να αποδώσει το αμάλγαμα λογοτεχνικής ομορφιάς και μεθοριακού στοχασμού.
«Μόνο αφότου τόλμησα και εγώ να ρίξω μια ματιά στη μαύρη τρύπα της ανυπαρξίας, χωρίς ωστόσο να καταφέρω να αφεθώ, συγκρατημένη ίσως από μία ακραία περιέργεια που ανέκαθεν υπήρχε στον πυρήνα της φύσης μου, ή ίσως μόνο επειδή δεν βρήκα κάποιον αποφασισμένο στ’ αλήθεια να μου δώσει μια γερή σπρωξιά, κυριεύτηκα πάλι από την επιθυμία να επιστρέψω σ’ εκείνο το μικρό χωριό, που η ανθρωπιά, του, καμωμένη από πρόσωπα και λιθάρια, έμενε ακόμα ανέγγιχτη, με την καθάρια θάλασσά του όπου ξεπλένονται οι «αμαρτίες», οι δικές μας και των άλλων.
Όπου θα μπορούσα ν’ απιθώσω τις παλάμες των χεριών μου πάνω στα βράχια και στις χαρουπιές, που κορμός τους ήταν άθικτος ακόμα, και να προσευχηθώ στον τόπο όπου η ευτυχία του να είσαι νέος είχε μείνει ανέπαφη – τουλάχιστον ως προς το πνεύμα – σαν πεταλούδα εγκλωβισμένη πίσω από το αθάνατο τζάμι της ανάμνησης».