Νύχτα Χριστουγέννων… Παραμονή της γιορτής προς ανήμερα. Κάθε λεπτό φέρνει όλο και πιο κοντά το ξημέρωμα της μεγάλης γιορτής της Γέννησης του Ιησού.
Ήταν ξάγρυπνη ακόμα. Αλλά χαμογελούσε. Κι ήταν αλήθεια αυτό το χαμόγελο. Θυμήθηκε μία άλλη χρονιά, μια άλλη νύχτα Χριστουγέννων.
Τότε που ήταν μόνη στο άδειο σπίτι. Δεν ήθελε να πάει να ξαπλώσει.
Προτίμησε να τυλιχτεί ζεστά κουλουριασμένη στη μπερζέρα του σαλονιού. Έτσι, λες και το χοντρό χειμωνιάτικο πάπλωμα, η πλάτη και τα μπράτσα της μπερζέρας να ήταν κάτι από αυτό που πεθυμούσε όσο τίποτα μια τέτοια στιγμή… Κάτι από αγκαλιά.
Είχε σβήσει όλα τα φώτα. Μόνο τα φωτάκια του στολισμένου δέντρου και όποιο φως της νύχτας ερχόταν από τη μπαλκονόπορτα που το παντζούρι της το είχε αφήσει ανοιχτό, ζωγράφιζαν φιγούρες και σκιές στους τοίχους του δωματίου. Τα φωτάκια του δέντρου. Έβλεπε τις αντανακλάσεις τριγύρω καθώς τα φωτάκια αναβόσβηναν στο δικό τους ρυθμό… Κάποια στιγμή της είχε περάσει από το μυαλό ότι μάλλον από μια ιδιόμορφη κεκτημένη ταχύτητα είχε στολίσει, αυτή που έρχεται από χρόνια και χρόνια γιορτινών εθίμων με τα οποία γεννήθηκες και μεγάλωσες και έρχονται από δεκαετίες και αιώνες πίσω. Όχι όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια από το Νοέμβρη ακόμα σαν μικρές φλογίτσες ξεφυτρώνουν παντού στις πόλεις, στα χωριά, στους δρόμους, στα καταστήματα, στα σπίτια. Είναι που με αυτές τις τόσες δα, τις μικρές φλογίτσες παρηγορούμε το μέσα μας. Εκείνο το μικρό παιδάκι που ακόμα κι αν έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι το έχουμε ξεχάσει, το έχουμε κάπου καλά κρύψει, εκείνο επίμονο θα έρχεται πάντα και θα μας κοιτάζει με τέτοιο τρόπο όπως του έχουμε φερθεί. Σε αυτό το πολλές φορές παραπονεμένο, βαθιά παραπονεμένο μικρό παιδάκι, την ψυχή και το είναι μας σταλάζουν βάλσαμο τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια και η ατμόσφαιρα που φέρουν μαζί τους.
Νύχτα Χριστουγέννων… Προχωρημένη νύχτα, κόντευαν χαράματα κιόλας, όπως έλεγαν και οι δείκτες του ρολογιού λίγο πιο πέρα. Δεν ήταν όμως τα λαμπιόνια που είχαν καρφωθεί στο μυαλό της και μονοπωλούσαν τη σκέψη της. Άλλο ήταν που είχε στραφεί η σκέψη κι η ψυχή της εκείνη τη νύχτα, την Άγια Νύχτα που τραγουδούσαμε όταν ήμασταν παιδιά.
Λένε ότι κάθε τέτοια νύχτα, κάθε νύχτα Χριστουγέννων ανοίγουν… Αυτή τη νύχτα τη μαγική, την Άγια Νύχτα, ο Θεός αφήνει τους ουρανούς να ανοίξουν. Όπως εκείνη τη νύχτα δύο χιλιάδες και χρόνια πριν, που άνοιξαν οι ουρανοί και οι Άγγελοι κατέβηκαν για να δοξολογήσουν το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου. Απόψε τη νύχτα ο Θεός γεννιέται.
Απόψε τη νύχτα ανοίγουν οι ουρανοί. Και οι προσευχές όσων τις εννοούν, τις πιστεύουν και τις νιώθουν στ’ αλήθεια φτάνουν εκεί πάνω, φτάνουν μπροστά στο Θεό. Κι Εκείνος δεν τις κακοκαρδίζει. Αφού είχαν τη δύναμη, την αλήθεια, την ψυχή να καταφέρουν να διανύσουν το άπειρο και να φτάσουν κοντά του δεν τις αφήνει παραπονεμένες. Ούτε αυτές ούτε την ψυχή που τις έστειλε με όλη της τη θέρμη, την αλήθεια, την αποθυμιά και την ανάγκη ως τη Βασιλεία των Ουρανών.
Άκουγε για χρόνια να το λένε. Τότε όμως δεν ήταν έτοιμη ακόμα. Το άφηνε να φύγει, να ξεχαστεί, να μείνει θαμμένο σε κάποια άκρη του μέσα της. Γιατί δεν ήταν ακόμα έτοιμη. Δε μπορούσε. Δεν είχε βρει ακόμα τη δύναμη, την αντοχή και την ωριμότητα να σκάψει με νύχια και με δόντια το είναι της, όσο κι αν αυτό πονούσε, για να φτάσει στη λύτρωση. Να φτάσει να κοιτάξει τον εαυτό της στα μάτια χωρίς να κατεβάζει το βλέμμα. Ξέροντας πια ποια είναι.
Μα γίνονται αυτά, αναρωτήθηκε για ακόμα μια φορά. Και γιατί όχι; Από πότε τα θαύματα έχουν όρια; Από πότε τα θαύματα περιορίζονται μέχρι ενός σημείου; Μα, αλήθεια, αφού ο Θεός μπορεί και γίνεται Άνθρωπος, το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου, τότε όλα μπορούν να συμβούν. Ακόμα και οι ουρανοί να ανοίξουν τις πύλες τους διάπλατα. Ο Ων, ο Θεός ο ίδιος, ο Παλαιός των Ημερών, ο Προ Αιώνων Θεός, όπως λέει στο υπέροχο κοντάκιό του ο Ρωμανός ο Μελωδός, γίνεται «Παιδίον Νέον».
Ένας Θεός σαρκωμένος στη Γη, η ίδια η Βασιλεία των Ουρανών σε τούτο το μάταιο κόσμο. Ολόκληρος και τέλειος Θεός στους Ουρανούς, ολόκληρος και τέλειος Θεός και στη Γη. Και οι ουρανοί ορθάνοιχτοι. Και οι στρατιές των Αγγέλων στο πιο Ιερό κι όμορφο τραγούδι τους στους αιώνες και στο άπειρο του αχρόνου, του παντοτινού. Μυστήριο Μέγα. Το Μέγιστο.
Θυμήθηκε μια φράση μιας φίλης… «Εύχου ξημερώνοντας και θα δεις!», της είχε πει. «Λες;», ψιθύρισε και σηκώθηκε από τη μπερζέρα. Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα, το παγερό αεράκι τη χτύπησε στο στήθος και στο πρόσωπο. Αλλά το είχε ανάγκη. Απόλυτη ανάγκη. Σήκωσε τα μάτια, με θάρρος, με το θάρρος και την ταπείνωση που απαιτείτο στον ουρανό. Συννεφιασμένος, το κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα φεγγάρι με το ασημένιο φως του διέγραφε λες και κεντούσε με ασημοστόλιστη κλωστή τα περιγράμματά τους. Ένα μαύρο κι ασημένιο ψηφιδωτό απλωνόταν από άκρη σ’ άκρη στα θόλο του ουρανού. του ουρανού στην πιο σκοτεινή στιγμή του, εκείνη πριν το ξημέρωμα, τότε στο πιο βαθύ σκοτάδι της νύχτας.
Και ξαφνικά… Σαν κάτι να άνοιξε μια πύλη ανάμεσα στις σκοτεινές νεφέλες, μια πύλη λουσμένη στο φεγγαρόφωτο. Σαν κάτι θεϊκό, από αλλού φερμένο…
Απόψε τη νύχτα ανοίγουν οι ουρανοί, ψιθύρισε. Γονάτισε, έκλεισε τα μάτια κι άφησε όλο της το είναι να ανέβει ψηλά. Να πάει σαν προσευχή κι ευχή κι ανάγκη βαθιά στα Ουράνια, στο άπειρο, εκεί που όλα είναι αιώνια. Να πάει κοντά Του.
Απόψε τη νύχτα ανοίγουν οι ουρανοί… Κι αν ευχηθεί η ψυχή, αυτή, μόνο αυτή, κάποιος μπορεί να ακούσει εκεί πάνω. Να έρθει μια αχτίδα να χαϊδέψει. Ό,τι καίγεται εκεί μέσα. Ό,τι πονάει. Ό,τι έχει μείνει παραπονεμένο. Ό,τι απλά έχει ανάγκη να πει ένα ευχαριστώ. Για τα πολλά ή τα λίγα, τα ελάχιστα αλλά τόσο σημαντικά, ακόμα και ανεκτίμητα για εκείνον που του έχουν δοθεί. Ή για όσα δεν έχασε. Όσα δεν του πήραν.
Θα μου πεις… Σε ποιο τάρταρο μπορεί να φτάσει τούτη η αχτίδα, άραγε; Ξέρω κι εγώ… Ξέρεις τι σου είναι η ελπίδα; Και στην κόλαση ακόμα φτάνει…
Το είχε πιστέψει εκείνη τη νύχτα των περασμένων Χριστουγέννων. Και τώρα ήξερε ότι ήταν αλήθεια. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε ως τη μπαλκονόπορτα. Οι ουρανοί ήταν ξάστεροι αυτή τη βραδιά αλλά ήταν, όπως κάθε νύχτα Χριστουγέννων ανοιχτοί, να περιμένουν τον ψίθυρο ήταν κραυγή της κάθε ανθρώπινης ψυχής. Χαμογέλασε, έκλεισε τα μάτια κι είπε απλά, αλλά με όλη της την ύπαρξη ένα ακόμα ευχαριστώ. Για ακόμα μια φορά. Για όσα της είχα δοθεί. Τότε που πια δεν το περίμενε καν. Γιατί η ελπίδα, ναι, μπορεί να φτάσει ακόμα και στο πιο βαθύ τάρταρο. Χαμογελώντας πάντα επέστρεψε στο κρεβάτι. Κι αυτή τη νύχτα των Χριστουγέννων η αγκαλιά δεν ήταν από το πάπλωμα και τα μπράτσα της μπερζέρας. Ήταν αληθινή. Από χέρια, κορμί κι αγάπη.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ