7.7 C
Amaliáda
Παρασκευή, 21 Μαρτίου, 2025
ΑρχικήΑπόψειςΚρινιώ Νομικού: Γιατί σε αυτόν τον τόπο τους ποιητές τους τραγουδάμε!!!

Κρινιώ Νομικού: Γιατί σε αυτόν τον τόπο τους ποιητές τους τραγουδάμε!!!

Σχετικές ιστορίες

Εθελοντική αιμοδοσία και άλλες δράσεις...

Ενημερωτική επίσκεψη της Δ/ντριας του Τμήματος Αιμοδοσίας του Νοσοκομείου Αμαλιάδας κ. Γιάννας Σταυροπούλου πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025,...

Διακρίσεις μαθητριών της Αμαλιάδας σε...

Ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του 12ου Ποιητικού Διαγωνισμού που προκήρυξε η Εταιρεία Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος σε συνεργασία με τη Στέγη...

Μίσθωση αγροτεμαχίων από τον Δήμο...

Από το Δήμο Ανδραβίδας - Κυλλήνης προκηρύχθηκε δημοπρασία πλειοδοτική, φανερή και προφορική για την εκμίσθωση των δημοτικών αγροτεμαχίων που...

Το ημερολόγιο σήμερα γράφει 21 Μαρτίου. Και αν κοιτάξουμε στα χαρακτηριστικά της ημερομηνίας θα δούμε να αναφέρεται ότι είναι ημέρα Εαρινής Ισημερίας. Όχι, δε θα σας πω για την Άνοιξη που ημερολογιακά ξεκινά αύριο. Παρά το γεγονός ότι δε συμπαθώ ιδιαίτερα τις Παγκόσμιες Ημέρες, πιστεύω ότι κάτι δεν το τιμάς μόνο μια μέρα το χρόνο, θα αδράξω την αφορμή της Παγκόσμιας Ημέρας που τιμάται στις 21 Μαρτίου.
Ας πούμε, λοιπόν, για ένα από τα πιο ευλογημένα, όμορφα και συγκινητικά αλλά και μυστηριακά και αινιγματικά αυτού του κόσμου.
Ας πούμε για Ποίηση και ειδικά τη Μελοποιημένη Ποίηση.
Ποίηση και μουσική, λοιπόν… Αν με ρωτούσε κάποιος πότε ντύθηκε με μουσική η ποίηση πρώτη φορά, θα θυμόμουν κάτι που είχε πει πριν χρόνια ο ποιητής που έφυγε πρόσφατα από τούτο τον κόσμο, ο Μιχάλης Γκανάς. Η ποίηση, είχε πει, είναι σαν το αυγό. Είναι πλήρης, έχει τα πάντα μέσα της, τα περικλείει όλα. Έτσι έχει και τη μουσική της, τη μελωδία της. Κάθε ποίημα φέρει κάτω από τις γραμμές του γραμμένη και τη μουσική του.
Αυτή τη μουσική, τη μελωδία, μαζί με τη μουσική και την ανάσα της ψυχής του από την αρχαιότητα γεννά ο άνθρωπος και ντύνει με αυτή τα ποιήματα.
Και η λέξη αρχαιότητα δεν είναι υπερβολή. Οι αρχαίοι ύμνοι αλλά η λυρική ποίηση συνοδεύονταν συνήθως από τις χορδές της λύρας. Κι όχι μόνο ποίηση λόγου χάρη του Αρχίλοχου, της Σαπφούς, του Πινδάρου, όχι μόνο τα συγκλονιστικά και μυστηριακά Ορφικά αλλά και λίγο αργότερα τα δύο έπη του Ομήρου ντύνονταν με τις αρχαίες μελωδίες, που δυστυχώς σχεδόν έχουμε εντελώς χάσει τον ήχο τους στο πέρασμα των αιώνων, των χιλιετιών
Αλλά και τα δημοτικά, τα παραδοσιακά τραγούδια που άνθισαν από άκρη σε άκρη αυτής της γης, από τον Ελλαδικό χώρο, τις πατρίδες απέναντι, μέχρι και τον Πόντο αλλά ακόμα και τα Γραικάνικα στην Κάτω Ιταλία των ελληνικών αποικιών, είναι ποίηση, αγνώστου, τις περισσότερες φορές, ποιητή, ενός ίσως καθημερινού ανθρώπου που ο έμμετρος λόγος ανέβλυζε από την ψυχή του πηγαία.
Αλλά υπάρχουν και εκείνα τα συνταρακτικά ποιήματα – τραγούδια, αληθινά κομψοτεχνήματα πλημμυρισμένα ψυχή και συναίσθημα, τόσο που έμειναν θρυλικά, που συνέβη να γνωρίζουμε τον ποιητή τους.
Ας πω ενδεικτικά γι’ αυτόν που κάποτε βγήκε από τα σωθικά του σαν στεναγμός το…
“Ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
π’ ο κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα;
Τέσσερεις μέρες μοναχά μού δωκε ν’ ανιμένω
Κι απόκει να ξενητευτώ πολλά μακρά να πηαίνω
και πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;
Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντεύει
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύει
και δεν μπορείς ν’ αντθισταθής στα θέλουν οί γονείς σου
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσει η όρεξή σου
Μια χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
καί μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω
την ώρα π’ αρραβωνιστής να βαραναστενάξης
κι’ όντε σα νύφη στολιστήςσαν παντρεμένη αλλάξης
ν’ αναδακρυώσης καί να πής, Ρωτόκριτε καημένε
τα σού τασσα λησμόνησα, τα θέλες μπλιό δέ έναι
και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου
λόγιαζε τα παθα γιά σε να με πονή η καρδιά σου
καί πιάνε καί τη ζωγραφιά, πού βρες στ’ αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια πού λργα κι όπου πολλά σ’ αρέσα
και διάβαζέ τα θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα
πως μέ ξορίσανε μακρά στα ξένα
κι’ όντε σού πούν κι απόθανα λυπήσουμε καί κλάψε
και τα τραγούδια πού βγαλα μες’ στη φωτιά τα κάψε
Όπου κι αν πάω κι ά βρεθώ κι ότι καιρό κι ά ζήσω
τάσσω σου άλλη να μη δώ μηδέ ν’ ανατρανίσω
Κι ας τάξω ο κακορρίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου
Ένα κερίν αφτούμενο ακράτουν κ’ ήσβησέ μου
Κάλλια χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου Γιά σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου..."

Τον έλεγαν Βιτσέντζο Κορνάρο κι ακόμα τραγουδάμε τον Ερωτόκριτό του. Αλλά και με τους ποιητές πριν αλλά και στις αρχές του 20ου αιώνα συνθέτες έντυσαν με μουσική τους στίχους τους. Δροσίνης, Κάλβος Παλαμάς, Καβάφης, Βαλαωρίτης Σικελιανός, Βαλαωρίτης, Βιζυηνός μελοποιούνται, συνεχίζοντας την παράδοση χιλιετιών. Ξεχωριστή αναφορά στον Εθνικό Ύμνο, τον εμβληματικό «Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού.

Κι έπειτα... η ποιητική θρυλική Γενιά του '30 αλλά και οι επόμενοι ποιητές, και στα μέσα πια του προηγούμενου αιώνα, γεννιέται ο όρος "μελοποιημένη ποίηση" και μαζί γεννιούνται και συγκλονιστικά τραγούδια που αφήνουν ανεξίτηλο για πάντα το σημάδι και το ίχνος τους, όχι μόνο σε αυτό τον τόπο, στον πολιτισμό και την Ιστορία του, αλλά και στις ψυχές μας. Το Ρόδο το Αμάραντο του Οδυσσέα Ελύτη, ντυμένο στις νότες του Μίκη Θεοδωράκη...

"Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο. Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε αμαρτία μου ναχα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.”,
μα κι εκείνοι οι στίχοι από το Προφητικό, “…σημάδι ὅτι καιρὸς νὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση…”, από το Άξιον εστί.
Το Περιγιάλι το Κρυφό του Σεφέρη… αλήθεια, πόσο λάθος ή σωστά την πήραμε τη ζωή μας…
Κι ο Ρίτσος, με Επιτάφιο και Ρωμιοσύνη αλλά και με Σονάτα του Σεληνόφωτος, “Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια — δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα…”
Αλλά και με ποιήματα όπως αυτό, στη μουσική του Μάριου Τόκα…
“Σε βρήκα για μια νύχτα μόνη
και πότε θα σε ξαναβρώ,
η θύμησή σου με σταυρώνει
σ’ ένα κατάφωτο σταυρό.
Δεν κλαίω για αυτά που μου χεις πάρει για αυτά που μου‘χεις αρνηθεί,
μου χεις χαρίσει ένα φεγγάρι γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ.

Στη τρυφερή σου την παλάμη κουρνιάζουν τα χρυσά πουλιά ποιαν αμαρτία ναχω κάνει και μου χουν λείψει τα φιλιά”.
Μελοποιήθηκαν και ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Καρυωτάκης και τα δαιδαλώδη μονοπάτια του είναι του, η Μαρία Πολυδούρη, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Μίλτος Σαχτούρης, κι άλλοι.
Αλλά κι ο ευαίσθητος Τάσος Λειβαδίτης είδε ποιήματά του να τραγουδιούνται από εκατομμύρια ανθρώπους. Όπως, ας πούμε…
“Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
π’ άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου
Οι συμφορές αμέτρητες,
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες”.
Τεράστια μορφή ο Νίκος Γκάτσος που, χωρίς την παραμικρή υπερβολή, κάθε του τραγούδι ήταν ένα εξαιρετικό ποίημα. Κι είναι και κάποια που θα μπορούσαν να είναι ολόκληρα βιβλία, αφού φανερώνουν πέρα από την ιστορία ενός ανθρώπου και μια ολόκληρη εποχή. Όπως, ας πούμε, εκείνος ο Γιάννης, το παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη…
“Ο Γιάννης ο φονιάς,
παιδί μιας πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη,
προχτές την Κυριακή
μετά απ’ τη φυλακή,
επέρασ’ απ’ το σπίτι.
Του βγάλαμε γλυκό
τού βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα.
Μονάχα το Φροσί,
με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα,
τού φίλησε βουβά
τα χέρια τ’ ακριβά,
και βγήκε από τη σάλα.
Δεν μπόρεσε κανείς
τον πόνο της ν’ αντέξει,
κι ούτε ένας συγγενής
να πει δεν βρήκε λέξη.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς,
στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι,
θυμήθηκε ξανά
φεγγάρια μακρινά,
και τ’ όνειρο που εχάθη”.
Κι έπειτα ήρθε και ο τρυφερός και ταλαντούχος Γιάννης Σπανός και μας χάρισε τρεις υπέροχες Ανθολογίες. Έτσι ονομάζονται οι τρεις κύκλοι μελοποιημένων ποιημάτων, που ο ίδιος επέλεξε, από τα ποιήματα και όχι από τους ποιητές από ανθολογίες ποίησης που είχε στη βιβλιοθήκη του. Ποιητές όπως η Μυρτιώτισσα, ο Λαπαθιώτης , ο Ρώτας, ο Άγρας, ο Εφταλιώτης, ο Σαχτούρης, ο Λυγίζος, ο Σκαρίμπας μελοποιούνται τότε για πρώτη φορά σε τραγούδια που ταξιδεύουν και θα ταξιδεύουν στα χρόνια.
Όπως ένα… Σπασμένο Καράβι, του Γιάννη Σκαρίμπα, που είναι πολύ γερό σκαρί, ταξιδεύοντας τόσα χρόνια στις θάλασσες της μουσικής και της ψυχής τόσων και τόσων ανθρώπων.
“Σπασμένο καράβι να 'μαι πέρα βαθιά, έτσι ναμαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά να κοιμάμαι
Να ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω

με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω.

Ναν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά, έτσι να ‘ναι

και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά να κοιτάνε.

Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές δίχως χάρη

κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.

Έτσι ναμαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό, έτσι να `μαι
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό να κοιμάμαι”.
Κεφάλαιο Νίκος Καββαδίας. Και πέρα από το δίσκο της Μαρίζας Κωχ με τη συγκλονιστική Φάτα Μοργκάνα και τον Ιδανικό κι Ανάξιο Εραστή της Τρίτης Ανθολογίας του Γιάννη Σπανού, ένας θρυλικός Σταύρος του Νότου ήρθε εκεί στο τέλος της δεκαετίας του ’70 και τίποτα δεν ήταν ίδιο πια. Θάνος Μικρούτσικος. Και το ποίημα που πάντα ερμήνευε μοναδικά, εμβληματικά, με όλη του την ύπαρξη μόνο ο ίδιος. Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia.
“Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι…
Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει.
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια”.
Και φτάνουμε σχεδόν στο σήμερα. Με ποιητές – στιχουργούς όπως ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Άλκης Αλκαίος, η Λίνα Νικολακοπούλου, ενδεικτικά μόνο αναφέροντας.
Αλλά και η κορυφαία Κική Δημουλά άκουσε μελοποιημένα κάποια ποιήματά της πριν φύγει.
Πριν φύγει, και μάλιστα πολύ πρόσφατα, μας ταξίδεψε και θα μας ταξιδεύει με ποιήματά του ο Μιχάλης Γκανάς ντυμένα με μουσικές. Ο υπέροχος Μιχάλης Γκανάς…
Που μέσα στα υπόλοιπα ποιήματα – τραγούδια του δίσκου με τον τίτλο “Ασίκικο πουλάκι” με τις μουσικές του Μίκη Θεοδωράκη, μας έχει πει, με ένα εξαιρετικό τραγούδι, τι θα πει να είσαι “Σημαδεμένος απ’ την αγάπη”…
“Σαν θαλασσάκι να κυματίσεις
και σαν αέρας να σηκωθείς,
να με ζαλίσεις, να με σκορπίσεις
και τη ζωή μου μη λυπηθείς.
Να γίνεις φλόγα να με δροσίσεις
και μεσημέρι να τυφλωθώ,
σημαδεμένος απ’ την αγάπη
στα δυο σου μάτια να γκρεμιστώ.
Σαν άδειο σπίτι να με ανοίξεις
και τη σιωπή μου μη φοβηθείς,
το όνομά σου να ψιθυρίσεις
και στη δροσιά μου να κοιμηθείς.
Σαν ένα δέντρο να φτερουγίσω
σαν καταρράκτης να ξοδευτώ,
σημαδεμένος απ’ την αγάπη
στα δυο σου μάτια να γκρεμιστω”.

spot_img

Τελευταίες Δημοσιεύσεις

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται!!