Μέρα που είναι θα σας πω μια ιστορία.
Μια ιστορία που η αρχή της βρίσκεται στον 7ο αιώνα π.Χ. Τότε, την περίοδο που ο αποικισμός των Ελλήνων σε όλη τη Μεσόγειο βρισκόταν στην κορύφωσή του, ένας μυθικός ήρωας από τα Μέγαρα, άλλοι λένε γιος του βασιλιά της πόλης, άλλοι λένε του Ποσειδώνα, ζήτησε από την Πυθία χρησμό.
Εκείνη του είπε πως ο τόπος που τον περιμένει να τον αποικήσει βρισκόταν απέναντι από “τον τόπο των τυφλών”. Με αυτό στο μυαλό και τη ρότα του καραβιού στα βορειοανατολικά, πέρασε την Προποντίδα. Λίγο πιο πάνω, στα ανοιχτά της ήδη υπάρχουσας Χαλκηδόνας, κοίταξε την απέναντι όχθη του Βοσπόρου. Και είδε. Είδε έναν τόπο προφυλαγμένο από βουνά, εφτά λόφους, έναν προστατευμένο σαν κέρας, κόλπο, πλούσια βλάστηση και δέντρα κατάλληλα για ξυλεία, ποταμούς και χειμάρρους με πλούσια νερά. Ε, ναι, σκέφτηκε. Αυτοί εκεί στην Χαλκηδόνα προφανώς είναι τυφλοί για να αφήσουν ανεκμετάλλευτο αυτόν τον τόπο και να κατοικήσουν απέναντι. Και το καράβι έπιασε στεριά. Και ο Βύζας, έτσι έλεγαν τον μυθικό ήρωα, θεμελίωσε το Βυζάντιο.
Πέρασαν αιώνες από τότε. Και ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος φτάνει, το 324 μ.Χ. στον τόπο που λέγεται Βυζάντιο, τον τόπο αυτής της αποικίας των Μεγαρέων.
Έχοντας πάρει τη θέση του πατέρα του Κωνστάντιου που σκοτώθηκε στην εκστρατεία της Αγγλίας, δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που επικράτησε του αντιπάλου του στη Δύση, του Μαξέντιου. Τότε, τη νύχτα πριν τη μάχη που έκρινε τα πάντα, ήταν που ο Κωνσταντίνος ξύπνησε στη μέση της νύχτας κι είδε στον ουρανό το σταυρό του «Εν τούτω Νίκα». Δεν ήταν χριστιανός, όχι ακόμα, αλλά ήξερε. Ήξερε ότι αυτό ήταν μοίρα, θαύμα και Ιστορία.
Αλλά και ακόμα λιγότερα χρόνια έχουν περάσει από την επικράτησή του επί του πρώην συμμάχου του στην Ανατολή, του Λικίνιου, και αναδείχθηκε ο κυρίαρχος στην τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Η Αυτοκρατορία όμως παρακμάζει κι ο Κωνσταντίνος το ξέρει.
Όπως ξέρει πολύ καλά πως ποτέ δε λείπουν αυτοί που είναι πρόθυμοι, έτοιμοι και αρκετά φιλόδοξοι και αδίστακτοι ώστε να σε εξοντώσουν για να πάρουν τη θέση σου. Έτσι, η Ρώμη έχει τελειώσει γι’ αυτόν. Και έχει αποφασίσει πια, έχει επιλέξει τη δική του πρωτεύουσα. Τη Νέα Ρώμη. Το αρχαίο Βυζάντιο. Την πόλη που σε λίγους μήνες, και ως την αιωνιότητα, θα έχει το όνομά του.
Έφτασε εκεί, με όσους τον ακολούθησαν. Και η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας είχε ξεκινήσει. Ο Αυτοκράτορας στάθηκε, κοίταξε μπροστά, ακούμπησε το δόρυ στη γη και έκανε το πρώτο βήμα. Άρχισε να χαράζει στο χώμα. Δε μιλούσε, δε ρωτούσε, δεν σταματούσε. Κι όταν κάποια στιγμή οι ακόλουθοί του τον ρώτησαν πότε θα σταματήσει, η απάντηση ήταν μία. Και σαφής. “Όταν σταματήσει αυτός που βρίσκεται μπροστά μου και με οδηγεί.” Αυτός… Άγγελος… Αρχάγγελος…
Πέρασαν περίπου έξι χρόνια από τότε.
Μια τέτοια μέρα, 11 Μαΐου του 330 μ.Χ., μετά από σαράντα ημέρες διπλών γιορτών, χριστιανικών και δωδεκαθεϊστικών, έγινε η τελετή ίδρυσης της νέας πρωτεύουσας.
Της νέας Ρώμης.
Της πόλης που πήρε τον όνομα του Κωνσταντίνου που αργότερα ονομάστηκε Μέγας και Ισαπόστολος.
Της Επταλόφου.
Της Πόλης με το Π κεφαλαίο.
Της Πόλης των πόλεων.
Της Κωνσταντινούπολης.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ