Κάθε χρόνο, όσο το καλοκαίρι προχωρά και πλησιάζουμε στο Δεκαπενταύγουστο, αλλά και νωρίτερα, τις ημέρες κοντά στη γιορτή της Αναλήψεως, το μυαλό μου ταξιδεύει πίσω, χρόνια πίσω.
Κι αυτό γιατί το πιτσιρίκι που ήμουν τότε, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, θυμάται και να βρίσκεται στην αγρυπνία κάθε παραμονή της Κοίμησης της Θεοτόκου αλλά και στον Εσπερινό της Αναλήψεως στο ομώνυμο Μοναστήρι – Ησυχαστήριο κοντά στο χωριό Ζερό λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αμαλιάδα. Και στον Εσπερινό της Αναλήψεως ήταν όμορφα αλλά η νύχτα της αγρυπνίας που κρατούσε παλιότερα μέχρι και τις 4:00 τα ξημερώματα, με πολύ κόσμο να μένει και να παρακολουθεί την Ακολουθία είχε μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα, μια αύρα πιο πνευματική.
Τόπος όπου γεννήθηκε η μάνα μου και η οικογένειά της το Ζερό, και όλοι τους όπως και η γύρω ευρεία οικογένεια, το σόι όπως λέμε, το Μοναστήρι το αισθάνονταν κάπως σαν “σπίτι” τους. Κι όχι με το παραμικρό ίχνος κτητικότητας αλλά τρυφερά, ευλαβικά και με αγάπη. Και είχαν λόγο για αυτό. Γιατί η πρώτη, πρώτη ρίζα για να γεννηθεί το μετέπειτα Μοναστήρι ήταν κομμάτι της πορείας και του δρόμου της οικογένειας από τον καιρό παππούδων και προπαππούδων και φυσικά και κομμάτι της δικής τους ζωής.
Το Μοναστήρι, λοιπόν, έτσι την αποκαλούσαν όλοι γύρω καθώς μεγάλωνα την Ιερά Μονή της Αναλήψεως του Σωτήρος Ζερού, βρίσκεται σε απόσταση περίπου 8 χιλιομέτρων από την Αμαλιάδα, μεταξύ των χωριών Ζερό, που λέγεται και Ανάληψη, ακριβώς λόγω ύπαρξης της Μονής, και Γεράκι. Είναι χτισμένο σε λόφο με ύψος γύρω στα 350 μ. με θέα σε όλη τη γύρω περιοχή ως μακριά σε όλο τον κάμπο και τα νησιά και κατάφυτο, αν και χρόνια τώρα έχει ταλαιπωρηθεί από τις κατά καιρούς πυρκαγιές.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, οικογένειες από την ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων ήρθαν στον τόπο αυτό αναζητώντας άλλες συνθήκες ζωής αλλά και καλύτερες συνθήκες στην ενασχόλησή τους με την κτηνοτροφία, τα κοπάδια με τα ζώα τους. Από αυτούς τους ανθρώπους γεννήθηκε το Ζερό στη κοντινή, αμφιθεατρική, σαν φυσικό μπαλκόνι πλαγιά.
Μια από αυτές τις οικογένειες, από την Αναστάσοβα Καλαβρύτων, η οικογένεια του Γεωργίου Παναγιωτακόπουλου, του προπάππου που σας έλεγα πριν, και που μετέπειτα το επώνυμο άλλαξε σε Παλυβός, γύρω στο 1908 εκεί που τώρα στέκει το Μοναστήρι έχτισε ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στην Ανάληψη του Χριστού, και το οποίο εγκαινιάστηκε από τον τότε Μητροπολίτη Πατρών και Ηλείας Δαμάσκηνο λίγα χρόνια μετά, το 1912. Αυτή είναι η πρώτη ρίζα της Μονής, και ο λόγος που ήταν δεμένη μαζί της η ευρεία οικογένεια.
Από τότε πέρασαν χρόνια και χρόνια, οι χωριανοί είχαν στο νου τους το εκκλησάκι, αλλά το κομβικό σημείο και ο άνθρωπος που ήταν προορισμένος για να οικοδομήσει τη Μονή ήρθε γύρω στο 1937 στον τόπο αυτό. Και το όνομά της ήταν Μοναχή Παρθενία, κατά κόσμον Ελένη Μάνδηλα.
Η Μοναχή Παρθενία καταγόταν από την Αθήνα, από εύπορη οικογένεια, ο πατέρας της ήταν έμπορος. Η μόρφωσή της πολύπλευρη, είχε σπουδάσει λογιστική, βυζαντινή μουσική, αγιογραφία στην Σχολή Καλών Τεχνών και μιλούσε Γαλλικά και Γερμανικά. Η κλίση της στη μοναστική ζωή ήταν ολοφάνερη από νωρίς, έτσι στα 18 της κιόλας χρόνια έγινε μοναχή σε Ιερά Μονή της Πάρου, όπου και αργότερα έλαβε το αξίωμα της Ηγουμένης.
Όμως η Παρθενία ένιωθε την ανάγκη να οικοδομήσει μια δική της Μονή. Έτσι, έλαβε το μερίδιο από την πατρική περιουσία και άρχισε να αναζητεί τον κατάλληλο τόπο. Τότε ήταν που έμαθε για πρώτη φορά, από Ηγουμένη άλλου Μοναστηριού, καταγόμενη από το Ζερό με το κοσμικό επώνυμο Παλυβού, ότι υπήρχε το μικρό εκκλησάκι πάνω στο λόφο.
Οι αρχικοί ενδοιασμοί της πολλοί, λόγω του ερήμου και άνυδρου τόπου, όπως ήταν τότε ο λόφος, αλλά μετά από σημάδια θεϊκά ερμηνευμένα, η επιλογή του τόπου ήταν αδιαμφισβήτητη.
Οι κάτοικοι του χωριού θυμούνταν την εμφάνιση μιας άλλης μοναχής, λίγο πριν τον ερχομό της Παρθενίας, το 1937. Ήταν γερμανικής καταγωγής, ζούσε σχεδόν χωρίς τίποτα στο εκκλησάκι και ήταν μια απόκοσμη παρουσία.
Τα πρώτα που οικοδομήθηκαν, με όλες τις δυσκολίες που συνεπάγεται η εποχή και η τοποθεσία, ήταν πέντε κελιά και μια δεξαμενή συγκέντρωσης βρόχινου νερού. Και όταν το 1938, το πρώιμο ακόμα Μοναστήρι ήταν έτοιμο, από τη Μόνη της Πάρου ήρθαν τέσσερις ακόμα μοναχές. Αυτό ήταν το πρώτο μοναστικό πλήρωμα της Ανάληψης. Η Παρθενία με τον καιρό κέρδισε και την εμπιστοσύνη των κατοίκων του χωριού, ήταν δε πάντα κοντά τους, όχι μόνο πνευματικά αλλά ακόμα και σε προβλήματα ιατρικής φύσης, αφού είχε κάποιες γνώσεις αλλά και φάρμακα για τις πρώτες βοήθειες στο Μοναστήρι.
Δραστήριος άνθρωπος και με όραμα, δεν αρκέστηκε εκεί. Το 1940, στη θέση του εκκλησακιού χτίστηκε το Καθολικό της Μονής, αφιερωμένο στην Ανάληψη, στους Αγίους Πάντες αλλά και στον Άγιο Δημήτριο, προστάτη της μοναχής Παρθενίας. Αργότερα, το 1955, χτίστηκε όλο το κλειστό κτιριακό συγκρότημα, με την εσωτερική αυλή αλλά και, πολύ αργότερα, το Παρεκκλήσι του Αγίου Μοδέστου, Πατριάρχη Ιεροσολύμων και προστάτη Αγίου των ζώων, που έγινε καταφυγή πίστης των κτηνοτρόφων της περιοχής για την προστασία των ζώων τους. Όσο για τον άνυδρο και έρημο λόφο, γρήγορα απέκτησε ελιές, αμυγδαλιές, σταφίδα, αμπέλι και οπορωφόρα δέντρα με την προσωπική εργασία των καλογριών.
Η φήμη και το έργο της Παρθενίας έφεραν και νέες καλόγριες στο Μοναστήρι, και μάλιστα από την γύρω περιοχή, από το Χάβαρι, το Γεράκι, την Αμαλιάδα αλλά ακόμα και την Αθήνα και τα Ιωάννινα, πολλές από τις οποίες τις θυμάμαι ακόμα, κι ας έχουν φύγει πια, σαν καλοσυνάτες μορφές στους χώρους του Μοναστηριού. Αλλά και τον μοναχό, Αρχιμανδρίτη και Ιεροκήρυκα της Μητρόπολης, Κύριλλο Παναγιωτόπουλο, που ήταν πάντα κοντά στο Μοναστήρι και λειτουργούσε σε αυτό.
Ο θάνατος της Ηγουμένης Παρθενίας, μετά από μακροχρόνια ασθένεια, έφερε θλίψη σε όσους την είχαν γνωρίσει. Την διαδέχτηκε η μοναχή Ευπραξία Μιχαλοπούλου.
Όμως ήρθαν και τα δύσκολα χρόνια. Οι καλόγριες, σε μεγάλη ηλικία πια, έφευγαν από τη ζωή, με τελευταία την Ηγουμένη Ευπραξία. Ο σεισμός του 2008 έδειξε το σκληρό του πρόσωπο στην Ανάληψη, αφού πολλά κελιά γκρεμίστηκαν και ζημιές έπαθε και το Καθολικό της Μονής.
Όμως, μια ιστορία τόσων χρόνων δεν σβήνει έτσι εύκολα. Οι ζημιές αποκαταστάθηκαν και με τη φροντίδα του τότε Μητροπολίτη Γερμανού, μια δραστήρια και με έγνοια Επιτροπή ανέλαβε να στηρίξει το Μοναστήρι, ο Μητροπολίτης Ηλείας και Ωλένης κ.κ. Αθανάσιος στηρίζει με όλες του τις δυνάμεις τη λειτουργία του αλλά και τις εργασίες που συνεχίζονται στους χώρους των κελιών, της τραπεζαρίας αλλά και της κουζίνας της Μονής, πλέον υπάρχουν και δύο μοναχές, ενώ πλήθος κόσμου την επισκέπτεται και σε ημέρες πέρα από αυτές που γιορτάζει.
Το Μοναστήρι δίνει πάντα το παρόν!
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ