Κι όλα συνέβησαν μια νύχτα πεντέμισι περίπου χρόνια πριν. Και θα τα θυμάται πάντα σαν να είναι ετούτη τη στιγμή…
Έσβησε το φως. Δεν ήθελε ούτε αυτό. Ούτε καν αυτό αισθανόταν να μην αντέχει. Ήταν μια ακόμα από εκείνες τις νύχτες, εκείνη την τόσο δύσκολη χρονιά. Και να ήταν η μόνη… Είχε πολλές τέτοιες χρονιές να θυμάται. Δύσβατες, ασφυκτικές, χρονιές ανηφόρες σε κακοτράχαλο έδαφος που έμοιαζαν να μην τελειώνουν. Έτσι και τότε. Κι ήταν τόσα που έπρεπε να αντιμετωπίσει κάθε, μα κάθε μέρα, να τα αντέξει, να τα βάλει μαζί τους και να συνεχίσει να στέκεται όρθια. Ήταν πολλά και διαρκούσαν, κι ο πολύς καιρός κουράζει, μα τω Θεώ, κουράζει βαθιά.
Ήταν νύχτα και το μόνο που είχε ανάγκη ήταν αυτό το λίγο χρόνο αποκλειστικά δικό της, σαν προστατευτικό κουκούλι από σιωπή και ηρεμία.
Μόνο τα μάτια δεν έκλεισε. Κι ας μην έβλεπε σχεδόν τίποτα στο μισοσκόταδο. Δεν ήξερε γιατί αλλά ένιωθε ότι έτσι έβλεπε πιο πολλά, πιο ουσιαστικά, ως τα τρίσβαθα. Στ’ αλήθεια.
Ήταν παράξενο, αλλόκοτο, μα τίποτα δεν ακουγόταν εκείνη την ώρα. “Τη σημαδιακή ώρα…”, ψιθύρισε χωρίς να ξέρει γιατί, ήταν σαν κάποιος έτσι να τη διαβεβαίωνε πως ήταν. Σε ένα διαμέρισμα, σε μια πολυκατοικία γεμάτη κόσμο, στη μέση μιας πόλης. Κι όμως, τίποτα δεν ακουγόταν. Σιωπή απόλυτη. Υποβλητική. Λες κι έτσι έπρεπε.
Ξαφνικά, ένας επουλωτικός, ένας λυτρωτικός ήχος. Κάτι σαν μελωδία από μακρινές χροιές φωνών πλημμύρισε και το δωμάτιο κι εκείνη. Από πού ερχόταν; Ούτε καν το σκέφτηκε, ούτε καν αναρωτήθηκε. Μόνο αναρριγούσε, συγκλονιστικά ρίγη διαπερνούσαν όχι μόνο το κορμί της αλλά όλη της την ύπαρξη. Ως τα μύχια, τα έγκατα, τόσο που πρώτη φορά κι η ίδια συνειδητοποιούσε ότι το είναι της μπορούσε να έχει τόσο τεράστιους ορίζοντες.
Συνταρασσόταν. Κι όμως. Δε φοβήθηκε ούτε για μια στιγμή. Ακριβώς το αντίθετο. Η γαλήνη, η ηρεμία, αυτό το προστατευτικό χάδι που αισθανόταν τη συγκεκριμένη ώρα δεν της είχε δοθεί, δεν το είχε αξιωθεί ποτέ ως τότε στα χρόνια της πάνω στη Γη. Το κορμί της πια δεν άγγιζε το κρεβάτι της, εκεί που ήταν καθισμένη, κουλουριασμένη όλη αυτή την ώρα.
Ένα ήξερε μόνο. Με όλη τη βεβαιότητα του κόσμου. Δεν ήταν μόνη στο δωμάτιο. Και εκείνη την ώρα ήταν που συνειδητοποιούσε, που της αποκαλυπτόταν για πρώτη φορά ότι δεν ήταν μόνη σε όλο της το διάβα σε τούτο τον κόσμο. Ούτε θα ήταν μόνη και στο μέλλον. Ως το τέλος. Ποτέ. Μόνο που δεν το ήξερε. Μόνο τώρα επέλεξε να της το φανερώσει. Ίσως γιατί ήταν στην πιο δύσκολη και σκοτεινή ώρα της.
Έστρεψε το πρόσωπο πίσω, πάνω από το δεξί της ώμο. Δεν κοίταζε αλλά έβλεπε. Ήξερε. Ένιωθε. Χαμογέλασε. Δυο φτερούγες έκλειναν γύρω της. Που ήταν πάντα εκεί.
Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε. Μερικά λεπτά ή μήπως αιώνες ολόκληροι, ποιος ξέρει; Σηκώθηκε, άναψε το φως, σαν να μην πατούσε στο πάτωμα ένιωθε τα βήματά της, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Έστρεψε ελαφρά το κορμί. Πάνω στη δεξιά ωμοπλάτη της θα υπήρχε για πάντα η μορφή του Αρχάγγελου. Του Μιχαήλ. Του Μιχάλη. Ήξερε. Ποτέ δε θα ήταν μόνη πια.