14.7 C
Amaliáda
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΑπόψειςΚρινιώ Νομικού: Έργα «τέχνης» για το δώρο του νερού

Κρινιώ Νομικού: Έργα «τέχνης» για το δώρο του νερού

Σχετικές ιστορίες

Νίκη στη Μεγαλόπολη για τον...

Εκτός έδρας νίκη πέτυχε ο Πυργέας απέναντι στην ομάδα της Μεγαλόπολης ΓΣΜ Λύκαια το απόγευμα της Κυριακής στο κλειστό...

Πρόγραμμα εκδηλώσεων Χριστουγεννιάτικου Χωριού στην...

Την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024 ανοίγει τις πύλες του το Χριστουγεννιάτικο Χωριό «Το παραμύθι των Χριστουγέννων» στην πλατεία Αγίου...

Οι σκόρερς της Α’ Κατηγορίας

9 ΤΕΡΜΑΤΑ: Λαθύρης (Θύελλα Πύργου), Τσίγκληρας (Αστέρας Αμαλιάδας) 8 ΤΕΡΜΑΤΑ: Γεωργιόπουλος (Δάφνη Ανδραβίδας), Μένα (Αίας Γαστούνης), Μπακατσέλος (Ξενοφών Κρεστένων) 7 ΤΕΡΜΑΤΑ:...

Οφείλουμε να το παραδεχτούμε. Το νερό είναι από τα πιο ανεκτίμητα αγαθά που μας έχουν δοθεί, απολύτως απαραίτητο για την ίδια μας την επιβίωση.
Ενδεικτικό το γεγονός ότι στην πορεία της ανθρωπότητας πολυάριθμα κατασκευαστικά έργα των ανθρώπων, από την απλή, ταπεινή αλλά τόσο χρήσιμη στέρνα στα παλιά σπίτια και κυρίως στα νησιά, που συνέλεγε το νερό της βροχής για τις καθημερινές ανάγκες, το νερόμυλο που άλεθε τα σιτηρά για να ζήσουν τα νοικοκυριά, μέχρι τα τεράστια υδραγωγεία, τις κινστέρνες συγκέντρωσης νερού και τα φράγματα με τεχνητές λίμνες και τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια δημιουργήθηκαν για την αξιοποίηση αυτού του τόσο πολύτιμου αγαθού.
Στη ροή της ειδησεογραφίας των τελευταίων ημερών έκανε την εμφάνισή της μία είδηση που αφορά ένα από τα αρχαία Υδραγωγεία της Αττικής. Πρόκειται για το Αδριάνειο Υδραγωγείο. Αυτό το Υδραγωγείο, λοιπόν, που χρονολογείται περίπου 2.000 χρόνια πριν και που βρίσκεται στους πρόποδες της Πάρνηθας πρόκειται η ΕΥΔΑΠ να το ενεργοποιήσει και πάλι για την κάλυψη αναγκών της πρωτεύουσας λόγω λειψυδρίας.
Η εκ νέου αξιοποίηση του Αδριάνειου Υδραγωγείου αποτελεί πρωτοβουλία με χαρακτηριστικά μοναδικότητας γιατί πρόκειται για έναν ανεκτίμητης αξίας πολιτιστικό θησαυρό που μετά από αιώνες και με τις απαραίτητες τεχνολογικές παρεμβάσεις αλλά και με τις επιβεβλημένες ενέργειες για διαφύλαξή του ως μνημείο, θα επιτελέσει και πάλι το σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε.
Σύμφωνα με όσα γνωστοποιήθηκαν, το νερό που θα μεταφέρεται από το Αδριάνειο Υδραγωγείο στους πρόποδες της Πάρνηθας, στη Βαρυμπόμπη, θα χρησιμοποιηθεί όχι για πόσιμο αλλά για το πότισμα των δέντρων. Για τον λόγο αυτό κατασκευάζεται ένα εντελώς καινούριο δίκτυο.
Η κατασκευή του Αδριάνειου Υδραγωγείου ξεκίνησε, όπως μαρτυρά και το όνομά του, από τον Αυτοκράτορα Αδριανό (117-138 μ.Χ.) και ολοκληρώθηκε από τον διάδοχό του Αντωνίνο Ευσεβή (138-161 μ.Χ.). Η κεντρική του αρτηρία αποτελείται από υπόγεια σήραγγα λαξευμένη στο φυσικό έδαφος, ύψους 1,20μ – 1,60μ και πλάτους 0,50μ. Το έργο κατασκευάστηκε με τη διάνοιξη 465 φρεατίων κατά μήκος της χάραξης με μέγιστη διάμετρο 1,40 μ. και βάθος από 10μ. μέχρι 42 μ., που απείχαν μεταξύ τους 33-37 μ. Ο κύριος άξονας του υδραγωγείου ξεκινούσε από την «κεκλιμένη στοά» στην περιοχή του σημερινού Ολυμπιακού Χωριού στον Δήμο Αχαρνών και κατέληγε μετά από περίπου 20 χλμ στη δεξαμενή της ομώνυμης πλατείας στο Κολωνάκι, διασχίζοντας τις περιοχές Αχαρνές, Κηφισιά, Μεταμόρφωση, Ηράκλειο, Μαρούσι, Χαλάνδρι, Ν. Ψυχικό και Αμπελοκήπους. Η χάραξή του ακολούθησε την πιο ήπια από πλευράς υψομετρικών μεταβολών διαδρομή και λειτούργησε κυρίως συγκεντρώνοντας νερό διερχόμενο μέσα από τα υδροφόρα στρώματα και δευτερευόντως μεταφέροντας νερό από πηγές στους πρόποδες της Πάρνηθας. Το υδραγωγείο ενισχυόταν και από αρκετούς παράπλευρους τροφοδοτικούς κλάδους που συνδέθηκαν με την κύρια σήραγγα σε διάφορες τοποθεσίες, κυρίως πάνω σε άξονες ρεμάτων που συναντούσε στην πορεία του.
Το Αδριάνειο Υδραγωγείο στην αρχαιότητα λειτούργησε για μερικούς αιώνες και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Τέθηκε ξανά σε λειτουργία μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα το 1847, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το οξυμένο υδροδοτικό πρόβλημα της πρωτεύουσας. Στα επόμενα χρόνια, μεταξύ των ετών 1870 και 1931, πραγματοποιήθηκαν διαδοχικοί καθαρισμοί και επισκευές, κυρίως στο καταληκτικό τμήμα του, ενώ στα τελευταία 2,3 χλμ τοποθετήθηκαν μεταλλικοί αγωγοί. Έτσι, το υδραγωγείο αποτέλεσε την κύρια πηγή ύδρευσης της Αθήνας μέχρι το 1931 που ολοκληρώθηκε το φράγμα του Μαραθώνα, ενώ συνέβαλε βοηθητικά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Υδραγωγεία υπήρχαν και άλλα στην πόλη των Αθηνών, όπως το Πελασγικό,του Θησέως, το Πεισιστράτειο, το Πώρινο, της Πνυκός κ.α
Αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα ξακουστά γνωστά είναι τα Υδραγωγεία της Καβάλας, της Νικόπολης, της Πάτρας, της Μόριας, του Χορτιάτη, της Χαλκίδας.
Με αφορμή, λοιπόν, αυτή την είδηση για το Αδριάνειο Υδραγωγείο, ας θυμηθούμε δυο μοναδικά στην ιστορία έργα ύδατος. Το ξακουστό και ασύγκριτο στον τρόπο κατασκευής του Ευπαλίνειο Όρυγμα και τη μυστηριακή κι εμβληματική Βασιλική Κινστέρνα στα υπόγεια της Αγίας Σοφίας στην Πόλη των πόλεων.

  • Όπως γράφει ο Ηρόδοτος: «Μίλησα περισσότερο για τους Σάμιους, επειδή αυτοί έχουν κατασκευάσει τα τρία πιο σημαντικά τεχνικά έργα που υπάρχουν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στους πρόποδες ενός βουνού ύψους 150 οργιών μέχρι εκατόν πενήντα οργιές, έφτιαξαν ένα όρυγμα με δύο στόμια. Το μήκος του ορύγματος είναι επτά στάδια, το δε ύψος και το πλάτος του οκτώ πόδια. Σε όλο το μήκος του είναι σκαμμένο ένα άλλο όρυγμα, με βάθος είκοσι πήχεων με πλάτος τριών ποδιών, μέσα από το οποίο το νερό διοχετεύεται με σωλήνες στην πόλη, ξεκινώντας από μεγάλη πηγή. Ο αρχιτέκτονας αυτού του ορύγματος ήταν ο Ευπαλίνος, γιος του Ναυστρόφου από τα Μέγαρα.»
    Το 6ο αιώνα π.Χ. ο αρχιτέκτονας Ευπαλίνος από τα Μέγαρα δημιούργησε ένα τεχνικό θαύμα, δεδομένου ότι ανάλογα έργα αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες ακόμα και με τα σημερινά τεχνολογικά μέσα. Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης κάλεσε τον Ευπαλίνο για να κατασκευάσει το έργο που θα εξασφάλιζε την υδροδότηση του νησιού.
    Το υδραγωγείο έπρεπε να είναι υπόγειο για να μην ορατό και προσβάσιμο σε τυχόν εισβολείς. Αυτό απαιτούσε να σκαφτεί μια υπόγεια σήραγγα κάτω από ένα βουνό ύψους 250 μέτρων! Η σκέψη του Ευπαλίνου ήταν να ανοιχτούν η είσοδος και η έξοδος του ορύγματος αλλά η τεράστια δυσκολία ήταν να συναντηθούν αυτές οι δύο σήραγγες. Και αυτό απαιτούσε εξαιρετικά ακριβείς μαθηματικούς υπολογισμούς. Όπως αποδείχθηκε στην πορεία του έργου ο Ευπαλίνος ήταν ικανότατος ώστε να εφευρίσκει τεχνικές λύσεις όταν αστάθμητοι παράγοντες όπως η αστάθεια των πετρωμάτων εμπόδιζαν την εξέλιξη του έργου.
    Η πηγή του ορύγματος είναι η φυσική πηγή στην περιοχή Αγιάδες, όπου το νερό συγκεντρωνόταν σε δεξαμενή σκαμμένη στο βράχο και στεγασμένη με λίθινες δοκούς και πλάκες (επάνω σε αυτήν υπάρχει σήμερα το Εκκλησάκι του Άη – Γιάννη). Υπολογίζεται ότι η μέση ημερήσια παροχή νερού ήταν 400 κυβ. μ. Το νερό έφτανε μέχρι τη βόρεια είσοδο της σήραγγας με υπόγειο πήλινο αγωγό, μήκους 890 μ. Η σήραγγα, που ανοίχθηκε στο σκληρό ασβεστολιθικό πέτρωμα του λόφου, έχει μήκος 1.036 μ. και μέσες διαστάσεις 1,80 Χ 1,80 μ. Το μέγιστο βάθος από την κορυφή του βουνού είναι 180 μ. και το υψόμετρο από την επιφάνεια της θάλασσας είναι 55 μ. Αποτελείται από έναν διάδρομο και μία τάφρο, το βάθος της οποίας κυμαίνεται από 3,80 μ. στο βόρειο άκρο, μέχρι 8,90 μ. στο νότιο άκρο, με κλίση 0,6%, ώστε να διευκολύνεται η φυσική ροή του νερού μέσα από πήλινους αγωγούς τοποθετημένους στον πυθμένα της. Το νερό έφθανε σε δεξαμενές και κρήνες της αρχαίας πόλης της Σάμου (σημερινό Πυθαγόρειο) μέσω υπόγειου αστικού αγωγού, ο οποίος έχει εντοπιστεί κατά μήκος του σύγχρονου δρόμου, που οδηγεί από το Ευπαλίνειο υδραγωγείο στο Πυθαγόρειο.
    Το εκπληκτικό στη διάνοιξη της σήραγγας είναι ότι η λάξευση έγινε ταυτόχρονα και από τις δύο πλαγιές του λόφου (αμφίστομον όρυγμα), βόρεια και νότια, και τα δύο συνεργεία συναντήθηκαν στο μέσον περίπου της σήραγγας με μικρή απόκλιση από την ευθεία.
    Υπολογίζεται ότι τα δύο συνεργεία, που δούλευαν με σφυρί και καλέμι, χρειάστηκαν 8 – 10 χρόνια για να ολοκληρώσουν το έργο. Για φωτισμό στο εσωτερικό της σήραγγας χρησιμοποιούσαν λύχνους λαδιού, που βέβαια επιβάρυναν την ατμόσφαιρα και δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο το έργο. Η επίτευξη της διάνοιξης έγινε με τους υπολογισμούς του Ευπαλίνου, χρησιμοποιώντας απλά όργανα μέτρησης. Στα τοιχώματα της σήραγγας, που ενισχύθηκαν κατά τόπους με λιθοδομή, σώζονται λέξεις, γράμματα και σημάδια κόκκινου χρώματος που αποτελούν μαρτυρίες αυτών των μετρήσεων, αλλά και ονόματα εργατών. Τα αρχαιολογικά δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το έργο άρχισε γύρω στα 550 π.Χ.
    Το υδραγωγείο εξυπηρέτησε τις ανάγκες της αρχαίας πόλης για περίπου 1.100 χρόνια. Όμως σταδιακά, και παρά τις προσπάθειες καθαρισμού, οι πήλινοι αγωγοί έφραξαν με άλατα, εξαιτίας της μεγάλης περιεκτικότητας ασβεστίου στο νερό της πηγής, και το υδραγωγείο εγκαταλείφθηκε. Στα ρωμαϊκά χρόνια, ίσως στους χρόνους του Αδριανού, κατασκευάστηκε ένα νέο υδραγωγείο που έφερνε στην πόλη νερό από την πηγή Ζάστανο, βόρεια των Μύλων. Τον 7ο αι. μ.Χ. η σήραγγα χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο των κατοίκων του νησιού, για να προστατευθούν από τις επιδρομές των Περσών (627 μ.Χ.) και των Αράβων (666 μ.Χ.).
    Το Όρυγμα, το οποίο είχε χαθεί με την πάροδο των αιώνων, εντοπίστηκε ξανά το 1853, ενώ ο καθαρισμός του ξεκίνησε το 1882. Από τότε διερευνάται και μελετάται ως το σημαντικότερο τεχνικό έργο της αρχαίας Ελλάδας. Περιλαμβάνεται στα μνημεία της αρχαίας πόλης Σάμου που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO), ενώ πρόσφατα χαρακτηρίστηκε ως «Παγκόσμιο Σηραγγολογικό Τοπόσημο» από τη Διεθνή Ένωση Σηράγγων.
  • Η Βασιλική Κινστέρνα είναι η μεγαλύτερη σωζόμενη υπόγεια δεξαμενή νερού στην Κωνσταντινούπολη. Βρίσκεται στον Πρώτο Λόφο, νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας.
    Η συγκεκριμένη δεξαμενή, διαστάσεων περίπου 141 × 66,5 μ. καλύπτεται από σταυροθόλια φτιαγμένα από οπτοπλίνθους, τα οποία εδράζονται σε 336 κίονες, ορισμένοι ύψους 8 μ., και έχει χωρητικότητα 78.000 κυβικά μέτρα. Το νερό διοχετευόταν στην κινστέρνα μέσω αγωγών μήκους 20 χλμ. από την υδαταποθήκη στο δάσος του Βελιγραδίου, κοντά στη Μαύρη θάλασσα.
    Χτισμένη αρχικά κάτω από τη Βασιλική Στοά, που δε σώζεται πλέον, ανοικοδομήθηκε επί Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527-565) μετά τη Στάση του Νίκα, το 532, οπότε και πήρε τη σημερινή μορφή της. Η κινστέρνα χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες σε νερό του Μεγάλου Παλατιού, των γύρω οικοδομημάτων και Ανακτόρων, αλλά και των κατοίκων της Πόλης, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο Προκόπιος, επίσημος ιστορικός του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, αναφέρει ότι ένας αγωγός έφερνε φρέσκο νερό στην κινστέρνα, αλλά επίσης ότι εκεί αποθήκευαν για το καλοκαίρι την περίσσεια νερού κατά τις άλλες εποχές. Αυτό το τελευταίο δίνει σαφή εικόνα της πραγματικής ποιότητας του νερού αυτού, που προοριζόταν για πόση και χρήση σε λουτρά.
    Η Βασιλική Κινστέρνα κλείστηκε και, κατά τα φαινόμενα, είχε ξεχαστεί στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο. Ανακαλύφθηκε εκ νέου το 1545 από το Γάλλο ανθρωπιστή και αρχαιοδίφη Pierre Gilles. Ο Gilles, που έφθασε στην Πόλη για να συγκεντρώσει λογοτεχνικές πηγές και να ερευνήσει υλικά κατάλοιπα από τις αρχαιότητες της Κωνσταντινούπολης, έμαθε από τους ντόπιους ότι αντλούσαν νερό και έπιαναν ψάρια με θαυματουργικό τρόπο, ρίχνοντας κουβάδες στα υπόγεια των σπιτιών τους.
    Οι ιστορίες οδήγησαν τον Gilles να ερευνήσει τη γειτονιά, έως ότου απέκτησε πρόσβαση σε ένα σπίτι. Στο υπόγειο του σπιτιού ανακάλυψε μια ξεχασμένη δεξαμενή και αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για την Αυτοκρατορική Βασιλική Κινστέρνα. Εκείνη την εποχή η κινστέρνα ανεφοδιαζόταν ακόμη από έναν αρχαίο αγωγό που συνέλεγε νερό από το δάσος του Βελιγραδίου και τα τοπικά πηγάδια κατά τους χειμερινούς μήνες.
    Η κινστέρνα, που αργότερα προμήθευε με νερό το Παλάτι Τοπ Καπί, είναι η μοναδική αρχαία δεξαμενή που παρέμεινε σε χρήση μέχρι πρόσφατα. Οι αναστηλώσεις, από το 18ο και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, ήταν εξαιρετικά σημαντικές για τη διατήρησή της. Η κινστέρνα ανακαινίστηκε το 1985, προστέθηκαν ξύλινοι διάδρομοι, ενώ από το 1987 είναι ανοιχτή στο ευρύ κοινό. Σήμερα, η Βασιλική Κινστέρνα είναι ένας από τους σπουδαιότερους και παλαιότερους δημόσιους χώρους στην Πόλη.
    Η συμμετρία, το μεγαλείο του σχεδιασμού και η πολύπλοκη υδρομηχανική της Βασιλικής Κινστέρνας είναι μοναδικά. Οι 336 εντυπωσιακοί κίονες είναι διατεταγμένοι σε 28 σειρές ανά 12,9 σε απόσταση 4 μέτρων μεταξύ τους (από κεντρικό σε κεντρικό σημείο) και φανερώνουν την κατάκτηση της αρχιτεκτονικής που βασίζεται στον πολλαπλασιασμό μιας βασικής μονάδας. Η θολοδομία είναι επίσης υποδειγματική. Τα σταυροθόλια έχουν κατασκευαστεί όχι από ρωμαϊκό ασβεστοκονίαμα αλλά από μονές σειρές οπτοπλίνθων, στοιχισμένων εγκάρσια στον άξονα του θόλου και μπηγμένων μέσα σε πολύ παχύ κονίαμα.
    Αυτό το είδος της εκπληκτικά ελαφριάς θολοδομίας αργότερα εξελίχθηκε και χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα δημόσια κτήρια και εκκλησίες, όπως στους τρούλους και τα ημιθόλια της Αγίας Σοφίας και τους πτυχωτούς τρούλους του ναού των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Είναι επομένως φανερό ότι η χρήση του τετράγωνου χώρου ως βασικής μονάδας και η θολοδομία με οπτοπλίνθους στη Βασιλική Κινστέρνα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην παγίωση ενός κανόνα για τα Αυτοκρατορικά καθιδρύματα της Ύστερης Αρχαιότητας και του πρώιμου Βυζαντίου στην Κωνσταντινούπολη.
    Ως υπόγεια, χρηστική κατασκευή, που βρισκόταν κάτω από ένα μεγάλο δημόσιο κτήριο, τη Βασιλική Στοά, η ίδια η Βασιλική Κινστέρνα δεν ήταν προορισμένη να φαίνεται. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η μεγαλύτερη βυζαντινή δεξαμενή ύδατος είναι φτιαγμένη από κίονες, κιονόκρανα και δόμους από ερείπια παλαιότερων κτηρίων.
    Ωστόσο, ορισμένα τμήματα της Βασιλικής Κινστέρνας είναι αξιοσημείωτα για το γλυπτό τους διάκοσμο, που εξάπτει τη φαντασία του θεατή και θέτει πλήθος ερωτημάτων, όχι μόνο για τις διακοσμητικές τέχνες στην πόλη πριν από τον 6ο αιώνα, αλλά και για τις επιλογές των κατασκευαστών όταν οικοδομούσαν αυτή την πελώρια αυτοκρατορική κινστέρνα.
    Στη βορειοανατολική γωνία της Βασιλικής Κινστέρνας, δύο από τους κίονες που υψώνονται πάνω σε βάσεις της Κλασικής περιόδου υποβαστάζονται από συμπαγείς ογκόλιθους. Σε αυτούς είναι σκαλισμένα δύο κολοσσιαία γοργόνεια, το ένα εκ των οποίων έχει τοποθετηθεί ανάποδα και το άλλο στο πλάι, κατά πάσα πιθανότητα σκόπιμα Στο κέντρο της κινστέρνας προβάλλει ένας κίονας διακοσμημένος με σταγονοειδές μοτίβο.
    Η προέλευση αυτών των πολύπλοκων στυλοβατών και κορμών των κιόνων δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί. Προέρχονται σαφώς από ερείπια παλαιότερων μνημειακών οικοδομημάτων· πιθανώς κάποια από αυτά βρίσκονταν στο φόρο του Θεοδοσίου.
    Οι κίονες με τα δύο κολοσσιαία γοργόνεια θα μπορούσαν να προέρχονται από κάποιο νυμφαίο, ένα είδος μνημειακής ρωμαϊκής κρήνης που απαντάται στην πόλη, ή κι από το μεγάλο νυμφαίο που βρισκόταν στο φόρο του Θεοδοσίου, στην απόληξη του λεγόμενου υδραγωγείου του Ουάλεντος.
    Ο κορμός του κίονα με το σταγονοειδές διακοσμητικό μοτίβο μοιάζει πολύ με τους μνημειακούς κίονες της θριαμβικής αψίδας του 4ου αιώνα από το φόρο του Θεοδοσίου, της οποίας τα εντυπωσιακά ερείπια σώζονται ακόμη στην περιοχή. Η φανερή ομοιότητα των κιόνων με το σταγονοειδές διακοσμητικό μοτίβο από τη Βασιλική Κινστέρνα και τη θριαμβική αψίδα του Θεοδοσίου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δυσερμήνευτες «σταγόνες» στη Βασιλική Κινστέρνα αποδίδουν ένα σχηματοποιημένο κορμό κυπαρισσιού.
    Η αψίδα του Θεοδοσίου έχει συνδεθεί με την κλασική εικονογραφία του θριάμβου, στην οποία το ρόπαλο του Ηρακλή υποτίθεται ότι ήταν φτιαγμένο από ξύλο κυπαρισσιού. Τα ίχνη των δακτύλων του Ηρακλή γύρω από το ρόπαλο είναι ακόμη εμφανή στα απομεινάρια της μνημειακής αψίδας του Θεοδοσίου.
    Παραμένει ωστόσο ασαφές κατά πόσο οι κατασκευαστές σκόπιμα χρησιμοποίησαν έναν κίονα, που έμοιαζε με ξύλο κυπαρισσιού και συνδεόταν στη φαντασία με τον πανίσχυρο Ηρακλή, για τη στήριξη του κεντρικού τμήματος του εντυπωσιακού οικοδομήματος της Βασιλικής Κινστέρνας.
spot_img
spot_img

Τελευταίες Δημοσιεύσεις

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται!!