Σεπτέμβριος σε λίγες μέρες. Αρχή του Φθινοπώρου. Ημερολογιακή έναρξη της εποχής που η φύση ετοιμάζεται να ντυθεί τα κίτρινα, τα κοκκινωπά, τα χάλκινα χρώματά της και να αποκοιμηθεί μέχρι που θα της γνέψει, περίπου έξι μήνες μετά, η Άνοιξη να ξυπνήσει, να γεμίσει χυμούς, να ανθίσει.
Αρχή Φθινοπώρου προ των πυλών, κι η Κόρη, η Κόρη που σε λίγο θα γίνει ξανά, όπως κάθε χρόνο στους αιώνες και ως την αιωνιότητα, η Κυρά του Κάτω Κόσμου, σε εκείνη τη συγκλονιστική τοιχογραφία στον Τάφο Ι στις Αιγές, ετοιμάζεται, με ένα στεναγμό βαθύ να πει ξανά την ιστορία της.
Η τοιχογραφία, πανέμορφη, επιβλητική, γοητευτική, προσφορά και τελευταίο δώρο στη νεκρή που κοιμάται εκεί, στολίζει από το 350 π.Χ. έναν κιβωτιόσχημο τάφο, ύστατο σπίτι μιας νεαρής γυναίκας περίπου 25 χρονών που πρέπει να πέθανε στη γέννα και θάφτηκε μαζί με το βρέφος της. Μια από τις επτά συζύγους του Φιλίππου Β΄, το πιθανότερο η Νικησίπολις από τις Φερές, η μητέρα της Θεσσαλονίκης.
Η τοιχογραφία δεσπόζει στο βόρειο τοίχο, γοητευτική, τόσο όμορφη όσο κι εκείνη που τρομαγμένη πάνω στο άρμα με τα λευκά άλογα σε λίγο θα χαθεί στης γης τα έγκατα για έξι ολόκληρους μήνες. Πριν, όμως, θα προλάβει να μας εξιστορήσει. Εκείνη. Η Κόρη, όπως ήταν το άλλο της όνομα. Η Περσεφόνη.
Κόρη της Δήμητρας και του Δία. Τίποτα εκείνη τη μέρα που πήγε με την Αθηνά, την Άρτεμη και τις Ωκεανίδες στο Νύσιο πεδίο, δεν προμήνυε το γραφτό της μοίρας. Ένας νάρκισσος, σαν να την καλούσε, μαγνήτισε τη ματιά της. Κι όντως την καλούσε. Η μοίρα η δική της κι η μοίρα των ανθρώπων. Η γη άνοιξε κι ο απελπισμένα ερωτευμένος Πλούτωνας άρπαξε την Κόρη. Την Περσεφόνη που πάλευε να γλιτώσει, να ελευθερωθεί. Μάταια. Έτσι, σαν αστραπή, μέσα σε μια στιγμή την πήρε μαζί του στα έγκατα. Μόνο ο Ήλιος κι η Εκάτη, αυτοί οι δύο που όλα τα βλέπουν είδαν τι συνέβη.
Κι όμως δε μίλησαν, ούτε εκείνοι ούτε ο Δίας που γνώριζε το σχέδιο του αδελφού του. Δε μίλησαν όταν η Δήμητρα όργωνε τη γη για να βρει την κόρη της, όταν καταδίκαζε τα φυτά της γης να ξεραθούν και τους ανθρώπους να πεινάσουν. Τόση ήταν η οργή της και τίποτα δεν θα μπορούσε να τη μεταπείσει.
Εκτός από ένα. Να ξαναβρεί την κόρη της. Κι ο Ήλιος δεν άντεξε στις ικεσίες των ανθρώπων που λιμοκτονούσαν στη γη. Μίλησε. Για όσα είχε δει. Κι η οργή της, η οργή της μάνας που ζητά πίσω τη μοναχοκόρη της, ξέσπασε στο Δία.
Όμως ο Πλούτωνας είχε προλάβει να κάνει αυτό που αιώνια πια θα κρατούσε την Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο πλάι του. Αιώνια κοντά του, Δέσποινα στο βασίλειό του. Της πρόσφερε ρόδι κι εκείνη, μην ξέροντας τους νόμους που κυβερνούν τα Τάρταρα, μην ξέροντας πως αν ζωντανός φάει από τις τροφές του Άδη δένεται για πάντα εκεί, έφαγε έξι σπυράκια.
Και τι μ’ αυτό, αλήθεια, μπροστά στην οργή της Δήμητρας που απειλούσε στην κυριολεξία θεούς και δαίμονες;
Η συμφωνία ήταν αναπόφευκτη. Ο μόνος τρόπος η θέα της γεωργίας να επιτρέψει να καρπίσει η γη και πάλι.
Έξι μήνες Κόρη της μάνας της και έξι μήνες βασίλισσα του Άδη. Μισό χρόνο αγγελιοφόρος της αναγέννησης και της καρποφορίας, Άνοιξη και Καλοκαίρι. Μισό χρόνο η σύζυγος του Πλούτωνα, στο έρεβος από τα δεκατέσσερα Τάρταρα.
Εκείνη που αλλόκοτα, μυστικιστικά λατρευόταν στα Ελευσίνια Μυστήρια. Εκείνη που στον αέναο κύκλο «πέθαινε» και ερχόταν ξανά στη ζωή. Εκείνη, η μόνη, που θα μπορούσε να μιλήσει για την αλήθεια του περάσματος από τη ζωή στο επέκεινα, κι έπειτα, ίσως, στον επόμενο κύκλο ζωής.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ