Και η απόκοσμη φιγούρα της νεράιδας, που ο άνεμος κυμάτιζε το μακρύ μαύρο φόρεμά της, εκείνης που όταν ήθελε ήταν και μάγισσα ξεπρόβαλλε στην κορφή από το μαγεμένο παλάτι της και κοίταξε προς τη θάλασσα. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο πέλαγος, αναζητούσε τη φιγούρα από κάποιο πλοίο. Κάποιο βαπόρι, κάποιο σκαρί να πλησίαζε, να το έπαιρνε με μια ματιά της, να το ανύψωνε, να μη αγγίζει πια τα κύματα, καμιά φορά να το ανέστρεφε κιόλας. Χαμογέλασε. Κάτι ανάμεσα σε τρυφεράδα και σκοτάδι είχε εκείνο το χαμόγελο, έτσι κι αλλιώς πάντα οι άνθρωποι στο θρύλο της απέδιδαν και τα δύο. Πότε ήταν η καλή νεράιδα, η γιάτρισσα και πότε η μάγισσα η ικανή για όλα. Έτσι και τώρα, σκέφτηκε, όταν ένα ιστιοφόρο μπήκε ανυποψίαστο στο οπτικό της πεδίο. Θα το δουν και θα τρομάξουν. Ή και θα γοητευτούν. Ποιος ξέρει; Δεν την ένοιαζε, άλλωστε… Εκείνη θα ήταν στους αιώνες εκεί, στο παλάτι της και θα έπαιζε με τους αντικατοπτρισμούς και το μυαλό των ανθρώπων. Κι αν αυτό το παλάτι ήταν στο μυθικό Άβαλον κι εκείνη είναι η όχι αδελφή του Αρθούρου, ή αν βρίσκεται στη Σικελία, πλάι στο ηφαίστειο της Αίτνας και τώρα κοίταζε το στενό της Μεσσήνης που χωρίζει τη Σικελία από τη χερσόνησο της Ιταλίας, εκεί που τόσες και τόσες φορές πλοία θεάθηκαν να αφήνουν τα κύματα και να κάνουν ταξίδι ιπτάμενο, τι σημασία έχει; Εκείνη, η γυναίκα των θρύλων και των ποιητών, η Φάτα Μοργκάνα θα είναι πάντα παρούσα. να αγναντεύει και να μαγεύει τα πέλαγα. Και το μυαλό, την ψυχή των ανθρώπων.
Ό,τι, όμως, κι αν στοχάζεται η κυρά των αντικατοπτρισμών στον μαγεμένο βασίλειό της, πέρα από το θρύλο, η Φάτα Μοργκάνα είναι ένα φαινόμενο που έχει την επιστημονική εξήγησή του. Πρόκειται για ένα περίεργο οπτικό φαινόμενο που οφείλεται στη θερμοκρασιακή αναστροφή εφαπτόμενων ατμοσφαιρικών στρωμάτων, εντάσσεται στην κατηγορία των ανώτερων αντικατοπτρισμών, που διακρίνονται από τους πιο συνηθισμένους κατώτερους αντικατοπτρισμούς, οι οποίοι δημιουργούν την οφθαλμαπάτη μακρινών νερόλακκων στην έρημο και «υγρού οδοστρώματος» στους πολύ ζεστούς δρόμους, καθώς παρατηρείται πάνω από τον ορίζοντα, και προκαλεί οφθαλμαπάτες, οπτικές αλλοιώσεις και αναδιπλασιασμό των ειδώλων. Το φαινόμενο προκαλείται όταν ρεύματα θερμού αέρα ανυψώνονται πάνω από πυκνότερα ρεύματα ψυχρού αέρα και λόγω της θερμοκρασιακής διαφοράς χαρακτηρίζονται από διαφορετικό δείκτη διάθλασης. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα διαφορετικής θερμοκρασίας ρεύματα αέρα λειτουργεί σαν διαθλαστικός φακός, με αποτέλεσμα το είδωλο του απομακρυσμένου αντικειμένου να φτάνει στον παρατηρητή αλλοιωμένο, διπλασιασμένο ακόμα και ανεστραμμένο. Πλοία, παγόβουνα ακόμα και νησιά ολόκληρα έχουν εμφανιστεί στους έκθαμβους παρατηρητές να ίπτανται, να διπλασιάζονται, να είναι ανεστραμμένα ή ακόμα και να ενώνονται στις κορυφές τους. Το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως τις πρωινές ώρες σε θαλάσσιες περιοχές αλλά και στις κοιλάδες των ψηλών βουνών.
Το ρόλο του φαίνεται να έχει και ο καιρός στο απόκοσμο φαινόμενο, αφού όταν είναι είναι ήπιος συμβάλλει στη δημιουργία της θρυλικής οφθαλμαπάτης. Η Φάτα Μοργκάνα παρατηρείται συνήθως τις πρωινές ώρες μετά από μια ψυχρή νύχτα που έχει ως αποτέλεσμα τη διαφυγή θερμότητας μέσω της ακτινοβολίας στο διάστημα.
Η πρώτη αναφορά στο φαινόμενο ήταν το 1818 και αφορούσε έναν αντικατοπτρισμό που παρατηρήθηκε στο Στενό της Μεσσήνης, ανάμεσα στην Καλαβρία και τη Σικελία. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο στις κοιλάδες των ψηλών βουνών, όπως η κοιλάδα Σαν Λούις του Κολοράντο όπου το φαινόμενο μεγεθύνεται εξαιτίας της καμπύλωσης του πυθμένα της κοιλάδας που αντισταθμίζει την καμπυλότητα της Γης. Παρόμοιο είδος αντικατοπτρισμού έχει παρατηρηθεί επίσης στο Κόλπο Τογιάμα στη δυτική ακτή της Ιαπωνίας καθώς και στις Μεγάλες Λίμνες της Βόρειας Αμερικής. Είναι πιθανό να παρατηρηθεί στις Αρκτικές θάλασσες σε πολύ γαλήνια πρωινά, ή συχνά στις καλυμμένες με πάγο κρηπίδες της Ανταρκτικής. Στην Ελλάδα το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί στον βόρειο Ευβοϊκό κόλπο κοντά στη Λάρυμνα.
Το φαινόμενο ίσως να αγγίζει και ένα δικό μας θρύλο, αφού πολλοί κατατάσσουν στην ίδια κατηγορία αντικατοπτρισμών και τους θρυλικούς Δροσουλίτες. Μια στρατιά από νεκρούς πολεμιστές με αστραφτερές πανοπλίες προελαύνει προς τη θάλασσα πάνω απ΄ το Φραγκοκάστελο, ανατολικά της Χώρας των Σφακίων. Λένε πως είναι ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης με τους στρατιώτες του που υπερασπίστηκαν το κάστρο από τους Οθωμανούς. Το φαινόμενο αυτό με τις σκιές των μαχητών ο λαός μας το ονομάζει «Δροσουλίτες» γιατί εμφανίζονται για περίπου 8 λεπτά με τη δροσιά της χαραυγής, όταν δε φυσάει βοριάς. Ορισμένοι, ισχυρίζονται ότι δεν πρόκειται για φαντάσματα αλλά για τα είδωλα στρατιωτών σε κάποια βορειοαφρικανική χώρα και αντικατοπτρίζονται στην περιοχή λόγω του φαινομένου Φάτα Μοργκάνα. Όμως, πού ξέρετε, υπάρχουν ψυχές που δεν ησυχάζουν. Που είναι πάντα εκεί, ακούραστοι μάρτυρες, για να θυμίζουν τι έγινε στον τόπο που μαρτύρησαν.
Υπάρχει, όμως, κι άλλος ένας θρύλος που θα μπορούσε να αποδίδεται στο οπτικό φαινόμενο της Φάτα Μοργκάνα. Έχετε ακούσει για τον Ιπτάμενο Ολλανδό; Το πλοίο φάντασμα, καταδικασμένο να περιπλανιέται στη θάλασσα αιώνια, που το ‘χει η μοίρα του να μην αγκυροβολεί ποτέ σε λιμάνι, όντας καταδικασμένο να σαλπάρει για πάντα στα ανοιχτά. Ένα αμυδρό φως εμφανίζεται από το πουθενά στο σκοτάδι, Μαζί μ’ αυτό ξεπροβάλλει ένα πλοίο περιτριγυρισμένο από μια τρομακτική αύρα, με ολοφάνερα πάνω του τα σημάδια των καιρών και «κόβει» το δρόμο στα πλοία. Τα κατάρτια του πλοίου – φάντασμα διακρίνονται πεντακάθαρα κάτω από αυτό το παράξενο φωσφορούχο φως που το λούζει και τα πανιά του είναι πάντα ορθάνοικτα όσο μανιασμένα κι αν φυσούν όλοι οι άνεμοι του Αιόλου. Μετά από λίγο το πλοίο εξαφανίζεται στο σκοτάδι το ίδιο μυστήρια όπως και εμφανίσθηκε. Το σκαρί υπό τη διοίκηση του «Ιπτάμενου Ολλανδού» ξεκίνησε το ταξίδι του τον 17ο αιώνα, όπου, όπως λέγεται, το αφεντικό του πλοίου – ο Ολλανδός – είναι ένας καπετάνιος που ζει στο Άμστερνταμ γύρω στο 1650. Οι θυμοί και οι πομπές του είναι γνωστοί σε όλους τους ναυτικούς, και το πλοίο του είναι μακράν το πιο γρήγορο απ’ όλα, τόσο που, δε μπορεί έλεγαν όλοι τότε, προφανώς είχε επέμβει ο ίδιος ο Διάβολος γι’ αυτό. Έτσι, όταν το πλοίο του εξαφανίζεται μια μέρα γεννιέται ο θρύλος που το θέλει να διασχίζει στους αιώνες τις θάλασσες, καταραμένο γιατί διέπραξε συμφωνία με το Διάβολο. Άλλοι λένε ότι τιμωρήθηκε με δεσμά ακατάλυτα γιατί σάλπαρε για τα ανοιχτά μια Μεγάλη Παρασκευή. Άλλοι π΄λαι, οι περισσότεροι, λένε πως ο καπετάνιος κατευθυνόταν από την Ολλανδία προς τις ανατολικές Ινδίες, όταν έπεσε σε μια βίαιη καταιγίδα στα ανοιχτά του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Υπερβολικά σίγουρος στο ταλέντο και τις ικανότητές του και παρά τις προτροπές του πληρώματος, προκαλεί με υπεροψία το Θεό να βυθίσει το πλοίο αν είναι ικανός. Το πλοίο γλιτώνει, αλλά ο καπετάνιος καταδικάζεται από Εκείνον να να δέρνεται αιώνια σαν την άδικη κατάρα στις θάλασσες.
Ωστόσο, στις θρυλικές επαναλαμβανόμενες εμφανίσεις του Ιπτάμενου Ολλανδού υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά, όπως καιρικές συνθήκες, που δεν επιτρέπουν τον αντικατοπτρισμό. Τοπική ομίχλη, σκοτάδι. Ο αντικατοπτρισμός θέλει συνήθως πεντακάθαρες καιρικές συνθήκες. υπάρχει, όμως, αυτό που λέγεται διαταραχή στο χωροχρονικό συνεχές που σχετίζεται με εμφανίσεις πλοίων – φαντασμάτων. Ίσως, με κάποιο τρόπο να μιλάμε για αντικατοπτρισμούς από το παρελθόν.
Κι η νεράιδα – μάγισσα άρχισε να σιγοψιθυρίζει την αγαπημένη μελωδία καθώς το σκαρί μπροστά της υψωνόταν από τα έκπληκτα ύδατα. «… πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα. Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα….».
Εκείνη τη μελωδία ίσως είχε ακούσει σαν σιγανό ψίθυρο ο αρμενιστής ποιητής, ο Νίκος Καββαδίας, ο ασυρματιστής, ο μαρκόνης, όπως τους έλεγαν παλιά, στα τόσα του ταξίδια. Το ποίημα με τίτλο το όνομά της, «Fata Morgana», συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Τραβέρσο» (1975) και έχει μεγάλη έκταση σε στίχους, ολοκληρώνεται σε τρεις συνέχειες. Για τον Καββαδία, η Φάτα Μοργκάνα η αιώνια γυναίκας, κάτι ανάμεσα σε άγγελο και δαίμονα. Στίχοι του ποιήματος μελοποιήθηκαν από τη Μαρίζα Κωχ: στο υπέροχο ομώνυμο τραγούδι του 1977:
«Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό,
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.»