Στεκόταν σχεδόν στη μέση της πόλης. Της πόλης που αναπτύχθηκε ως έμβρυο, που την είδε και ανάσανε τον αέρα της ενός μηνός, αφού λόγω συγκυριών γεννήθηκε στην Αθήνα, που μεγάλωσε, και αν εξαιρέσει κανείς τα τέσσερα χρόνια των σπουδών, πάλι στην πρωτεύουσα Αθήνα, που έχει ζήσει όλη της τη ζωή ως τώρα.
Κοίταξε γύρω της. Λίγα μέτρα πιο κάτω το Λαζαράκειο, πίσω και πλάγια η αρχή της Καλαβρύτων, λίγο πιο πέρα η πλατεία Αγίου Αθανασίου… Και στην άλλη κατεύθυνση η Αρχαίας Ήλιδος. Ο δρόμος που μεγάλωσε.
Δεν το είχε σκοπό, για κάποιες δουλειές και ψώνια είχε βγει, αλλά, σαν να ήταν αυτονόητο, περπάτησε ως εκεί. Και ανηφόρισε. Κι είδε τον εαυτό της πιτσιρίκι. Κάπου εδώ δεν ήταν το μπακάλικο της γειτονιάς; Α, ναι, κι ο φούρνος υπάρχει ακόμα. Το μαγαζί με τις εφημερίδες και τα περιοδικά, εκείνο που από την πόρτα του συχνά έβγαινε κρατώντας στα παιδικά της χέρια το «Μίκυ Μάους», μετά, στην εφηβεία, την «Κατερίνα», μετά σταυρόλεξα. Όταν άρχισε πια να διαβάζει στα σοβαρά εφημερίδες, κάπου εκεί στα είκοσί της, είχαν μετακομίσει πια.
Να ‘μαστε, λοιπόν… Το κομμάτι του δρόμου, περίπου στα μισά του, που στις δύο άκρες του πέρασε τη μισή της ζωή, 21 ετών ήταν όταν έφυγαν. Δύο σπίτια, το ένα πλάγια και απέναντι από το άλλο, ούτε πενήντα μέτρα απόσταση. Και το «τρίγωνο» συμπληρωνόταν από το μαγαζί που είχαν. Στον κάτω δρόμο το Δημοτικό Σχολείο. Πόσα και πόσα σε αυτά τα χρόνια… Περνούσαν όλα μπροστά από τα μάτια της, το ένα μετά το άλλο σε φιλμ ταινίας. Κι όμως για κάποιο λόγο, έτσι που στεκόταν έξω από το κτίριο του μαγαζιού, άδειο πια, παρατημένο, ένιωσε να την τσούζουν, να την καίνε τα γόνατα και οι αγκώνες της. Πικροχαμογέλασε…
Ήταν σαν να έβλεπε εκείνο το μικρό ποδηλατάκι με τις τρεις ρόδες. Σε κάποια από τις διαδρομές της από τη μια γωνία στην άλλη το παράκανε με το γρήγορο πετάλι και βρέθηκε πεσμένη με τα γόνατα και τους αγκώνες άγρια γδαρμένους, τότε τα πεζοδρόμια στην Αρχαίας Ήλιδος είχαν μια «σαγρέ» λωρίδα που το ψιλό χαλίκι που είχε το τσιμέντο εξείχε. Δεν πειράζει, μουρμούρισε, ας ήταν μόνο εκείνος ο πόνος που θα είχε περάσει στη ζωή της. Αλλά δυστυχώς, δεν ήταν.
Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στον Ανεμόμυλο. Έτσι το λέγανε πάντα, η λέξη πλατεία δε ήταν απαραίτητη, ξέρανε. Δεν ήταν σκαμμένη τότε και η παιδική χαρά λειτουργούσε. Την έφερναν συχνά κι ας τις φοβόταν τις τσουλήθρες και τις τραμπάλες, από τις κούνιες δεν ξεκολλούσε! Βόλτες ανάμεσα στα παρτέρια, τα σουβλάκια στο δημοτικό περίπτερο της πλατείας αλλά και στα γύρω μαγαζιά, από τις κλασικές εξόδους των ανθρώπων τότε. Και στην επιστροφή στο σπίτι, το ήξεραν ότι της άρεσε και της έκαναν συχνά το χατίρι, πάστα από το ζαχαροπλαστείο, αμυγδάλου συνήθως.
Δε σκέφτηκε, απλώς άφησε τα βήματα να την πάνε. Έφυγε πάνω, σε μικρή απόσταση το Γυμνάσιο που πήγαινε, κι έπειτα πέρασε από το μέρος που πια βρίσκονται οι γονείς της, Κοιμητήριο Καλίτσα, κι έπειτα,με κατεύθυνση επιστροφής προς το κέντρο, είχε στα αριστερά της το «γήπεδο». Και πάλι έφτανε αυτή η λέξη για να ξέρεις ότι επρόκειτο για το Δημοτικό Στάδιο. Ο σχεδόν μόνιμος προορισμός πρωινών εκδρομών, περιπάτους τους είπαν μετά, στα σχολικά χρόνια.
Κατέβηκε περπατώντας στην ανάπλαση της περιοχής της Σοχιάς, εκεί που ήταν ο τόπος της λαϊκής αγοράς παλιά, να, εδώ και το Νηπιαγωγείο που πήγαινε, κι ο Άγιος Γεώργιος, εκεί βαφτίστηκε.
Σχεδόν στον «αυτόματο πιλότο» έκανε τις δουλειές της αλλά δεν πήρε το δρόμο για το σπίτι, η υπόλοιπη μισή της ζωή λίγο πιο πέρα από τον Άγιο Αθανάσιο. Έστριψε πάνω, εκεί που εδώ και καιρό οδηγούσαν οι δρόμοι.
Γιατί οι πόλεις δεν είναι απλώς τσιμέντα, άσφαλτος, κτίρια και δέντρα. Οι πόλεις έχουν ψυχή. Τη δική μας ψυχή. Τα δικά μας γέλια και δάκρυα, τα δικά μας λόγια και σιωπές, τα δικά μας βήματα και βλέμματα, τις δικές μας ανάσες. Τη δική μας ψυχή. Που έχει ακουμπήσει στις γωνιές της.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ