6.7 C
Amaliáda
Τετάρτη, 15 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΑπόψειςΚρινιώ Νομικού: Η μικρή Άνοιξη του Χειμώνα στα φτερά της Αλκυόνης

Κρινιώ Νομικού: Η μικρή Άνοιξη του Χειμώνα στα φτερά της Αλκυόνης

Σχετικές ιστορίες

Ομιλία Γεωργίου Κουρκούτα στην Χριστιανική...

Μία αναφορά στις κορυφαίες στιγμές της ζωής και του έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου παρουσιάζεται το απόγευμα της Τετάρτης 15...

Έναρξη χειμερινών εκπτώσεων στα καταστήματα

Δελτίο τύπου εξέδωσε ο Εμπορικός Σύλλογος Ήλιδας για την έναρξη των χειμερινών εκπτώσεων. Οι χειμερινές εκπτώσεις του 2025 ξεκίνησαν...

Όλοι μαζί για την… “Φλόγα”

Όλοι μαζί για την... Φλόγα Οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δήμου Πύργου, ενώνουν τις δυνάμεις τους...

Το μικρό παραπονεμένο θαλασσοπούλι με τα κύματα στο φτέρωμα και τον ολόπυρο ήλιο του ηλιοβασιλέματος και της αυγής στην κοιλιά φτερούγισε γύρω από τη φωλιά του. Τα αυγά με την επόμενη γενιά που θα ερχόταν σε λίγες μέρες το περίμεναν να τα ζεστάνει. Τα αγκάλιασε με το κορμί και τη ζεστασιά της κι άφησε το μάτια στο πέλαγο που ανοιγόταν μπροστά.
Ο ήλιος τη ζέσταινε και μερικά αραχνοΰφαντα σύννεφα ταξίδευαν στο γαλανό ουρανό. Λίγες ημέρες έμεναν ακόμα. Λίγες ημέρες ακόμα καλοκαιρίας, λίγες μέρες μικρής Άνοιξης μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Αν μπορούσε, να είχε μιλιά όπως τότε, χιλιάδες χρόνια πριν, θα αναστέναζε. Ένα σιγανό, λυπημένο κελάηδισμα ακούστηκε, σαν τον αχό από τον καημό που κουβαλούσε. Από τότε. Τόσους αιώνες. «Ας είναι», σκέφτηκε, «Πάντα η αλαζονεία, όπως κάθε ύβρις, έχει την τιμωρία της. Τουλάχιστον έχω ακόμα αυτές τις ημέρες». Κι άφησε τη σκέψη να φύγει πίσω. Τότε…
Τότε που ήταν η Αλκυόνη, η όμορφη η γοητευτική γυναίκα. Η ποθητή κι αέρινη, σαν τους ανέμους που ο πατέρας της ο θεός Αίολος φύλαγε στον ασκό του κλεισμένους. Η πλουμισμένη με αρετές, όπως η μάνα της, που αυτό φανέρωνε και το όνομά της, Εναρέτη, αυτή που έχει όλες τις αρετές.
Κι εκείνη, η ποθητή από όλους, η λυγερόκορμη Αλκυόνη ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Κύηκα, νέος κι όμορφος κι εκείνος. αρχοντόπουλο από γενιά. Πόσο ευτυχισμένοι ήταν… Λιακάδες ολόφωτες κι ανέφελες οι μέρες τους, Ταξίδια ονειρικά οι νύχτες τους. Ολόγλυκη σαν μέλι και υπέροχη κι απέραντη όπως είναι η ευτυχία η ζωή τους.
Τόσο απέραντη κι απόλυτη και συνταρακτική που πολλές φορές παρασέρνει. Γίνεται κακός, δόλιος σύμβουλος, τυφλώνει τον άνθρωπο που δεν έχει αντιστάσεις, που του λείπει η ωριμότητα, τον σέρνει καμιά φορά στην αλαζονεία. Έτσι έπαθαν κι εκείνοι. Τόσο ευτυχισμένοι, δυνατοί ένιωθαν, ότι μπορούσαν να κάνουν τα πάντα, να κατακτήσουν τα πάντα που είδαν τους εαυτούς τους σαν θεούς. Τόσο που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ήρα και Δία. Οποία ύβρις, αλήθεια… Κι ο Δίας, ο πατέρας των θεών, οργίστηκε. Δεν θα την άφηνε την αλαζονεία ατιμώρητη.
Ο Κύηκας αγαπούσε πολύ τα ψάρεμα. Ξανοιγόταν με τη βάρκα του στη θάλασσα που ήταν δίπλα στο σπίτι τους και άφηνε την ψυχή του να ανασαίνει. Σαν τώρα θυμόταν το μικρό θαλασσοπούλι την ώρα που τότε, τόσους αιώνες πριν τον έσφιξε τελευταία φορά στην αγκαλιά της. Μόνο που τότε δεν το ‘ξέρε ότι ήταν η τελευταία φορά που τον αντίκριζε. Σαν τώρα το θυμόταν, σαν να την ένιωθε ακόμα πάνω της τη ζεστασιά, το άγγιγμα του κορμιού του. Αν μπορούσε θα δάκρυζε. Αλλά δεν ήξερε… Δακρύζουν άραγε τα πετεινά του ουρανού;
Κι οι ώρες κυλούσαν κι εκείνος δεν ερχόταν. Με όλο την αγωνία του κόσμου βγήκε η Αλκυόνη στην ακρογιαλιά και κοίταζε το πέλαγος. Και τότε έντρομη είδε τη βάρκα του Κύηκα να θαλασσοδέρνεται κι ένας κεραυνός τη χτύπησε και τη διέλυσε. Ο Δίας είχε τιμωρήσει, λοιπόν…. Τον έβλεπε να παλεύει με τα αφρισμένα κύματα χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα για να τον βοηθήσει. Μέχρι που χάθηκε απ’ τα μάτια της. Τον κατάπιε η θάλασσα.
Κι η Αλκυόνη έμεινε εκεί, τσακισμένη, να θρηνεί με όλη τη δύναμη της ψυχής και της απόγνωσης που είχε γεννηθεί και θεριέψει μέσα της. Θρηνούσε. Πότε βουβά και πότε ουρλιάζοντας από τα έγκατα της γης. Ακόμα και τώρα, σαν μικρό πουλί πια, όποτε άνοιγαν οι πύλες της μνήμης και τα έφερναν ξανά όλα ετούτα πάλι θρηνούσε. Όπως μπορούσε. Κελαηδώντας, τιτιβίζοντας, σιωπώντας.
Δε θυμόταν πόσο χρόνος πέρασε που έκλαιγε τον Κύηκα αλλά και τη δική της ζωή. Ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια, αιώνες… Και άξαφνα είδε μπροστά της τον ίδιο το Βασιλιά του Ολύμπου, το Δία. Την είχε σπλαχνιστεί και θέλησε να στάξει βάλσαμο στην πληγή της. Τότε ήταν που τη μεταμόρφωσε. Κι από τότε η Αλκυόνη έγινε αυτό το όμορφο πουλί που πάντα ζει κοντά στη θάλασσα λες και ελπίζει πως κάποια στιγμή, σαν από θαύμα, θα δει και πάλι τον Κύηκα ζωντανό να βγαίνει από τα κύματα.
Όμως όταν η μοίρα φανεί σκληρή με κάποιον κι άλλα δεινά τον περιμένουν. Η Αλκυόνη γεννούσε κάθε χρόνο τα αυγά της στην ακροθαλασσιά, όμως τα κύματα του Χειμώνα τα παρέσερναν είτε αυτά είτε τους νεοσσούς και πνίγονταν. Και πάλι ο Δίας ήταν που λυπήθηκε την Αλκυόνη. Κάθε χρόνο, την εποχή που εκείνη έφερνε τα μικρά της στον κόσμο, ο πατέρας των θεών έφερνε μια μικρή Άνοιξη μέσα στην καρδιά του Χειμώνα μέχρι εκείνη να γεννήσει και να προστατέψει τα μικρά της.
Οι «Αλκυονίδες ημέρες» όπως επικράτησε να ονομάζονται, συνήθως εμφανίζονται στο χρονικό διάστημα από την 15η Δεκεμβρίου έως και την 15η Φεβρουαρίου κάθε χρόνου, και πιο συχνά ανάμεσα σε 15 – 31 Δεκεμβρίου και 16 – 31 Ιανουαρίου.
Στο διάβα των αιώνων εκείνη κι οι άλλες Αλκυόνες θα τις δούμε το Χειμώνα πετούν πάνω από τις λίμνες , να κάθονται στις άκρες των καλαμιών και στα κράσπεδα των καναλιών. Όπου υπάρχει το υδάτινο στοιχείο. Ώρες πολλές μπορεί να κάθονται ακίνητες στις άκρες λιμνών ή ποταμών πάνω σε ένα καλάμι ή βραχάκι. Φωλιάζουν σε πρανή κοντά στο νερό, φτιάχνοντας μια σήραγγα όπου γεννούν έξι – εφτά στρογγυλά αυγά. Οι Αλκυόνες, όπως κι εκείνη, η αρχαία, η μυθική πρόγονός τους, δεν εγκαταλείπουν ποτέ το ταίρι τους. Όπως γράφει και ο Πλούταρχος, αν το ταίρι της Αλκυόνης γεράσει και δεν μπορεί να πετάξει, τότε το παίρνει στους ώμους της και το έχει πάντοτε μαζί της, το ταΐζει και το περιποιείται ως το θάνατο.
Αλκυονίδες λέγονταν και οι επτά κόρες του Γίγαντα Αλκυονέα, που αυτοκτόνησαν πέφτοντας στη θάλασσα έπειτα από το φόνο του πατέρα τους, και στη συνέχεια μεταμορφώθηκαν σε πουλιά από την σύζυγο του Ποσειδώνα, την Αμφιτρίτη. Κι εκεί, ψηλά στο στερέωμα υπάρχει ένας αστερισμός. Ο Αλκυών των Πλειάδων. Εκείνες τις μέρες που δίνονται σαν σπλαχνική Άνοιξη για να γεννήσει η Αλκυόνη τα αυγά της ο αστερισμός μεσουρανεί, βρίσκεται τις νύχτες στο ζενίθ του, στο ανώτερο σημείο του θόλου.
Τους επιστήμονες η μικρή Αλκυόνη του άκουσε που έλεγαν πως το φαινόμενο των Αλκυονίδων Ημερών οφείλεται στη θέση της Ελλάδας στα νοτιοανατολικά της Ευρώπης, σε ένα σημείο που για κάποιο σύντομο διάστημα του Χειμώνα παρατηρείται μια εξισορρόπηση στις βαρομετρικές πιέσεις της νότιας και βόρειας Ευρώπης. Αυτό καιρικά μεταφράζεται σε έντονη άπνοια και αίθριο καιρό, με σημαντική ηλιοφάνεια και μια θερμοκρασία που μπορεί να ξεπεράσει ακόμα και τους 20ο C.
Εκείνη θα συνεχίσει, πιστή στην αιώνια υπόσχεσή της, να ζει κοντά στα νερά, περιμένοντας….

spot_img

Τελευταίες Δημοσιεύσεις

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται!!