Συζήτηση γίνεται φέτος για δύο λέξεις που είναι συνυφασμένες με μια από τις πολύ υψηλές διακρίσεις με την οποία έχει τιμηθεί η Χώρα μας. Μιλάω για τις λέξεις «Νόμπελ Λογοτεχνίας».
Η συζήτηση φέτος, μετά από χρόνια, έχει ξεκινήσει λόγω του γεγονότος ότι στο μακρύ κατάλογο των πιθανών υποψηφίων για το κορυφαίο βραβείο βρίσκεται μια Ελληνίδα, η συγγραφέας Έρση Σωτηροπούλου, δεκαετίες μετά τα δύο Νόμπελ του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη.
Το σε ποιον θα απονεμηθεί τελικά το βραβείο θα το ξέρουμε το μεσημέρι της Πέμπτης 10 Οκτωβρίου. Οι τόσες αναφορές και δημοσιεύματα όμως, έγιναν αφορμή, να αναλογιστώ δύο άλλες λέξεις. Κι αυτές δεν είναι άλλες από τις λέξεις «Μελοποιημένη Ποίηση». Και το σημαντικότερο; Το πιο ουσιαστικό; Αυτό που κάνει αυτές τις δύο λέξεις δεμένες με τη ζωή, την ψυχή και την κάθε μέρα μας; Έχετε συνειδητοποιήσει ότι ίσως είμαστε ο μόνοι άνθρωποι σε τούτο τον πλανήτη που τραγουδάμε τους ποιητές μας στην κάθε μας μέρα, από τους κορυφαίους ως τους λεγόμενους «ελάσσονες»; Η ελληνική ποίηση βρίσκεται καθημερινά στα χείλη, στο χαμόγελο ή στο δάκρυ και τον καημό εκατομμυρίων ανθρώπων, και μάλιστα ανεξαρτήτως υποβάθρου εκπαίδευσης. Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι ξυπνούν και κοιμούνται, εργάζονται, γλεντούν, αναλογίζονται τις έγνοιες τους, βιώνουν τις χαρές τους, γλυκαίνουν ή ζουν ως την τελευταία σταγόνα τις πικρές, τους πόνους και τους καημούς τους, κλαίνε και γελούν, ερωτεύονται και πληγώνονται, αγαπάνε και χωρίζουν σιγοτραγουδώντας, τραγουδώντας ή φωνάζοντας, σαν κραυγή στίχους ποιητών ντυμένους με τις μελωδίες συνθετών και ψυχωμένους από φωνές και ψυχές ερμηνευτών.
Μην πάτε μακριά. Σκεφτείτε τον εαυτό σας, σε διάφορες στιγμές της ζωής σας, του δρόμου σας, να τραγουδάει Ελύτη, Σεφέρη, Καββαδία, Λειβαδίτη, Ρίτσο… και τόσους άλλους, πολλούς.
Η αρχή για να έρθει η ποίηση στα χείλη του καθενός μας (μελοποιήσεις είχαν γίνει και νωρίτερα, αναφέρω ενδεικτικά τον Ύμνο εις την Ελευθερία του Διονυσίου Σολωμού, τον Εθνικό μας Ύμνο αλλά και τον Ολυμπιακό Ύμνο σε ποίηση Κωστή Παλαμά) έγινε κάπου στη μέση του 20ου αιώνα, για την ακρίβεια το έτος 1958. Ήταν ένα βράδυ, σε ένα μικρό μεταχειρισμένο Opel σταθμευμένο σε κάποιο δρόμο του Παρισιού, όταν εκείνος ο τεράστιος συνθέτης που ονομάζεται Μίκης Θεοδωράκης, περιμένοντας τη σύντροφο της ζωής του τη Μυρτώ να επιστρέψει από κάποια ψώνια, άκουσε την ψυχή του και άρχισε να γράφει πηγαία , σαν ποτάμι που ορμητικό ξεχείλισε, νότες στα περιθώρια των σελίδων ενός βιβλίου που έγραφε στο εξώφυλλό του τη λέξη «Επιτάφιος». Ήταν ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου που δύο χρόνια μετά θα γνώριζε δύο εκτελέσεις, μία με τη φωνή της Νανάς Μούσχουρη και την άλλη, την εμβληματική με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Κάπως έτσι άρχισαν όλα. Κι έπειτα όλα είναι ιστορία κι οι μουσικές που έχουν ταξιδέψει τη ζωή και την ψυχή μας. Ο ίδιος ο Μίκης αλλά και οι Μάνος Χατζιδάκις, Σταύρος Ξαρχάκος, Θάνος Μικρούτσικος, Δήμος Μούτσης, Χρήστος Λεοντής, Γιάννης Μαρκόπουλος, Δημήτρης Λάγιος, Λένα Πλάτωνος, Δημήτρης Παπαδημητρίου κ.α. μελοποιούν τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές. Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος, Καβάφης, Παλαμάς, Καρυωτάκης, Βάρναλης, Καββαδίας, Αναγνωστάκης, Λειβαδίτης, Πολυδούρη, Γκανάς και τόσοι άλλοι κατοικούν για πάντα στις ψυχές και στην κάθε μέρα μας.
Ξεχωριστή αναφορά στο Γιάννη Σπανό, που με τις τρεις ιστορικές ανθολογίες του έντυσε με μουσικές ποιητές που κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσαν να μελοποιηθούν, όπως ο Βιζυηνός, η Μυρτιώτισσα, ο Λαπαθιώτης, ο Ρώτας, ο Άγρας, ο Εφταλιώτης, ο Σαχτούρης, ο Σκαρίμπας και τόσοι άλλοι. Όπως έλεγε ο ίδιος ο Γιάννης Σπανός, άνοιγε τις ποιητικές ανθολογίες έχοντας καλύψει το όνομα του ποιητή, ποίημα έψαχνε, την ουσία και τη μουσική του, όχι όνομα να του κερδίσει την προσοχή.
Κάπως έτσι, λοιπόν, βρεθήκαμε όλοι εμείς, αξιωθήκαμε όλοι εμείς, να αναρριγούμε τραγουδώντας «Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν… Αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη… Ρόδο μου, ρόδο αμάραντο…», να «Κρατάμε τη ζωή μας», στο «Περιγιάλι το κρυφό», να κλαίμε για αγάπη σιγοψιθυρίζοντας «Κάλλια ‘χω σε με θάνατο, παρ’ άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου…», να ταξιδεύουμε με ένα «Σπασμένο καράβι», να μας βρίσκει το ξημέρωμα σε «Δρόμους παλιούς», να έρχονται οι «Εφτά νάνοι» να μας πάνε με το Cyrenia ως τα μέρη της Φάτα Μοργκάνα κι εμείς να χορεύουμε ζεϊμπέκικο, μεταξύ ουρανού και τάρταρου το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και τη «Δραπετσώνα»…
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ