18.7 C
Amaliáda
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΑπόψειςΚρινιώ Νομικού: Οι Κυράδες των αιώνιων κυμάτων…

Κρινιώ Νομικού: Οι Κυράδες των αιώνιων κυμάτων…

Σχετικές ιστορίες

Έναρξη πανελλαδικού προγράμματος ασκήσεων εκκένωσης...

Το Κέντρο Επιχειρήσεων Υγείας του ΕΚΑΒ (ΚΕΠΥ-ΕΚΑΒ), με θεσμικό ρόλο τον έλεγχο και την αξιολόγηση της ετοιμότητας των Υγειονομικών Σχηματισμών...

Εκδήλωση απονομής βραβείων σε μαθητές...

Μέσα σε μία συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολικού συγκροτήματος Γυμνασίου - Λυκείου Καράτουλα,  το πρωί...

Σε ισχύ η ρύθμιση οφειλών...

Ο Δήμος Ζαχάρως ανακοινώνει ότι στο πλαίσιο του ν. 5143/2024 (ΦΕΚ 161/11.10.2024 τεύχος Α), οι οφειλέτες έχουν τη δυνατότητα...

Ήταν πάντα εκεί, ασάλευτη, να αγναντεύει τα πέλαγα. Έτσι νόμιζαν όσοι την έβλεπαν, πάντα, από την πρώτη στιγμή που την έταξαν τα χέρια εκείνου που την είχε σμιλέψει εκεί, στην άκρη της πλώρης του σκαριού, πώς ήταν ακίνητη, παγωμένη στα χρόνια, στους καιρούς, στους αιώνες. Τι να τους έλεγε;
Πώς δεν είχε πάψει στιγμή ο άνεμος να χαρίζει κύματα από μπούκλες στα ολόμαυρα μαλλιά της, να χαϊδεύει με τις αναπνοές του το πρόσωπο, το λαιμό, το γυμνό από τη μέση και πάνω κορμί της, την ουρά της της ασημοστολισμένη, που ο ήλιος την έκανε να ιριδίζει τόσο γοητευτικά. Ούτε εκείνη είχε πάψει στιγμή να ανασαίνει στο ρυθμό των κυμάτων και να χαμογελά με τις σταγόνες της θάλασσας να ραίνουν το πρόσωπό της.
Πρέπει να είχε πολύ μεράκι ή βαθύ καημό ο άνθρωπος που από τα χέρια του γεννήθηκε… σαν τώρα θυμόταν τον καραβοκύρη της, τον καπετάνιο να μαγεύονται όταν την πρωτοαντίκρισαν, το ίδιο και οι ναύτες που πέρασαν στα χρόνια απ’ το σκαρί.
Εκείνη, όμως, ένιωθε για άλλο περήφανη κι ευλογημένη. Που σε εκείνη έρχονταν όλοι τους και εμπιστεύονταν τα τρίσβαθα της ψυχής τους. Αμέτρητα τα βράδια, οι νύχτες, τα χαράματα που κάποιος από μακριά θα έβλεπε μια σκοτεινή φιγούρα πλάι της, έριζα στην πλώρη, ή την καύτρα ενός τσιγάρου… Και λόγια, δάκρυα, στεναγμούς ή σιωπές.
Χρόνια και χρόνια. Αιώνες πριν. Ώσπου ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Μια τρικυμία. Ώρες μέσα στη νύχτα παράδερναν στη μανία των ανελέητων κυμάτων. Κι εκείνη το έβλεπε το τέλος να πλησιάσει. Και θύμωνε. Και πικραινόταν. Που ήταν τόσο δύσκολο, αδύνατο σχεδόν, να φέρει και αυτή τη φορά σε πέρας της αποστολή της. Να τους φυλάξει. Να τους προστατέψει.
Γιατί αυτή ήταν πάντα η αποστολή των ακρόπρωρων. Της ψυχής του πλοίου. Να είναι οι προστάτες του. Οι φύλακες – άγγελοί του σκαριού και των ψυχών που ταξιδεύει. Εκείνη η γαλήνια και γενναία ύπαρξη που θα ορθώσει πρώτη το ανάστημά της κόντρα στον καιρό, τον οποίο καιρό και τη μάνητα της φύσης. Από τα αρχαία ακόμα χρόνια.
Τότε που οι Αιγύπτιοι σκάλιζαν θεούς στην πλώρη, που οι Έλληνες έβαζαν μορφές στα άφλαστρα στην πρύμνη των πλοίων και ανθρωπόμορφα διακοσμητικά στα κλασικά χρόνια και στην Ελληνιστική Οικουμένη. Κι έπειτα οι Ρωμαίοι και η παράδοση συνεχίστηκε για αιώνες.
Το πλοίο προσάραξε, ρήμαξε, ευτυχώς όλοι τους σώθηκαν, ναι, τα είχε καταφέρει, τους είχε φυλάξει ο Θεός, άκουσε τις προσευχές της, κι εκείνη απόμεινε εκεί. Να αγναντεύει το πέλαγος. Μόνη.
Δάκρυσε. Θυμόταν συχνά, τις ατέλειωτες ώρες, μέρες και νύχτες, της ερημιάς της, τις αρχαίες αδελφές της. Για την πρώτη μίλησαν οι Ασσύριοι. Αταργάτις ήταν το όνομά της κι ήταν μητέρα της μυθικής βασίλισσας Σεμίραμις. Γνωστή και στους Έλληνες, μόνο που εκείνοι την αποκαλούσαν Δερκετώ.
Όμως η αρχή του μύθου και της ιστόρησής τους έγινε στη Θεογονία του Ησίοδου. Στις εσχατιές της νύχτας, πέρα από τον Ατλαντικό ωκεανό, κοντά στον Άδη, εκεί που κατοικούσαν οι Εσπερίδες, ζούσαν τρεις αδελφές. Κόρες του Φόρκυ και της Κητούς, παιδιά του Πόντου και της Γαίας. Η Σθενώ, αυτή που έχει σθένος, δύναμη, η Ευρυάλη, από τις λέξεις ευρύς και αλς, όπως λεγόταν στην ομηρική διάλεκτο η θάλασσα, και η κυρίως Γοργόνα, η πρώτη Γοργόνα, η Γοργώ… Που όλοι την ξέρουν ως Μέδουσα. Από το ρήμα μέδω, που σημαίνει άρχω, κυβερνώ.
Κάποιες πηγές θέλουν τη Γοργόνα Μέδουσα να μην είναι πάντα το τέρας που ξέρουμε, αλλά μια πανέμορφη γυναίκα που δύσκολα μπορούσε να της αντισταθεί κανείς. Ούτε καν ο Ποσειδώνας. Η μία διήγηση για τη μεταμόρφωσή της λέει πως τόλμησε να θεωρήσει τον εαυτό της ομορφότερο της Αθηνάς κι η θεά την τιμώρησε κάνοντάς την το τέρας με τα φίδια στα μαλλιά και το βλέμμα που πέτρωνε όποιον το αντίκριζε. Ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος, διηγείται ότι από την πανέμορφη Μέδουσα γοητεύτηκε τόσο ο Ποσειδώνας που την απομόνωσε σε ένα Ιερό της Αθηνάς και τη βίασε. Τότε η θέα οργίστηκε τόσο που για να εκδικηθεί για χάρη της Γοργώς Μέδουσας την μεταμόρφωσε για να τιμωρεί με την όψη και το βλέμμα της όποιον την αντίκριζε. Άλλωστε η Αθηνά ήταν εκείνη που όταν ο Περσέας της έφερε το κεφάλι της Μέδουσας εκείνη το αποτύπωσε για πάντα στην ασπίδα της. Κι από τότε θεωρήθηκε φυλαχτό ενάντια στον εχθρό, γι’ αυτό και απαντάται τόσο συχνά σε θώρακες και ασπίδες πολεμιστών αλλά και σε ψηφιδωτά.
Ένα άγριο κύμα ήρθε να την τυλίξει ολόκληρη, το ήξερε πως κάποια μέρα από ένα τέτοιο κύμα, από μια θαλασσοταραχή θα διαλυόταν το κουφάρι του καραβιού. Κι ίσως το κύμα, αν ήταν λίγο σπλαχνικό, την έπαιρνε μαζί του στα βάθη. Όχι αυτή τη φορά, όμως. Ήρθε, την αγκάλιασε και την άφησε και πάλι στις σκέψεις της, λες και η θάλασσα ήθελε να τις θυμίσει και την άλλη διήγηση, εκείνη του Διώδορου.
Σύμφωνα με αυτή, οι Γοργόνες ήταν πολεμικός λαός, και ζούσαν σε γειτονική χώρα με αυτή των Ατλάντων. Κάποτε, ένας άλλος πολεμικός λαός αποτελούμενος από γυναίκες, οι αδάμαστες Αμαζόνες νίκησαν τους Άτλαντες. Εκείνοι τελικά δέχτηκαν όλους τους όρους τους με μόνο αντάλλαγμα να τους απαλλάξουν από τις Γοργόνες. Και εκείνες το έκαναν.
Οι Ορφικοί πάλι συνήθιζαν να αποκαλούν τη Σελήνη Γοργόνας κεφαλή.
Κούνησε το κεφάλι. Γεμάτη η πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη από ιστορίες για τις αδελφές της. Στο Μεσαίωνα σχεδόν ταυτίστηκαν με τις Σειρήνες και με την άγρια Σκύλλα, με το αισθησιακό γυναικείο κορμί και την ουρά ψαριού, που τα τέσσερα άγρια σκυλιά που έφερε στη μέση της κατασπάραζαν τους πλανεμένους ναυτικούς.
Κι αργότερα… Αργότερα όλα άλλαξαν. Η έννοια Γοργόνα ντύθηκε τη μορφή από τις υδάτινες Νύμφες της αρχαιότητας. Οι Γοργόνες ντύθηκαν τα αέρινα πέπλα των Ωκεανίδων, των θυγατέρων του Ωκεανού και της Τηθύος, ή των Νηρηίδων, των γεννημένων από το Νηρέα και την Ωκεανίδα Δωρίδα. Οι Γοργόνες πια ήταν γυναικείες μορφές με ουρά ψαριού, συγκλονιστικά όμορφες, μαγευτικές κι απόκοσμες.
Πλήθος μαρτυριών ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι της είδαν, όπως στα νησιά της Σκωτίας, ανάμεσά τους κι αυτή του Χριστόφορου Κολόμβου. Ξεχωριστή θέση είχαν και στην Κίνα, όπου έλεγαν πως τα δάκρυά τους μετατρέπονταν σε μαργαριτάρια και ύφαιναν ένα πέπλο πολύτιμο εξαιρετικά λεπτό κι αέρινο.
Σώπασαν οι σκέψεις της ξαφνικά. Κι η θάλασσα σώπασε, κι ο άνεμος. Ήταν ιδέα της ή όντως άκουσε το όλο αγωνία τραγούδι της από κάπου μακριά; Μόνο που τώρα εδώ, ακόμα κι αν φανερωνόταν, δεν υπήρχαν πια ναυτικοί να τους ρωτήσει αν «Ζει ο Αλέξανδρος». Την είχε δει κάποτε τη Θεσσαλονίκη, έτσι την έλεγαν. Ήξερε αυτό που έλεγε ο θρύλος. Για το αθάνατο νερό που πήρε ο αδελφός της ο Αλέξανδρος από το δράκο που το φυλούσε και της το εμπιστεύτηκε, να το φυλάει εκείνη. Όμως δεν πρόσεξε και το έχυσε. Τότε εκείνη, με τύψεις απίστευτες να την κατατρέχουν, ζήτησε από το Θεό να μη δει ποτέ το θάνατο του αδελφού της. Τόσος ήταν ο καημός της που μεταμορφώθηκε σε Γοργόνα, κι από τότε γύριζε τα πέλαγα και ρωτούσε… «Ζει ο Αλέξανδρος;» Οι δικοί της θαλασσινοί ήξεραν να γαληνέψουν την ψυχή και την πίκρα της Γοργόνας, και εκείνη χάθηκε ξανά στα κύματα χωρίς να τους πάρει μαζί της.
Κι έπειτα θυμήθηκε εκείνο το ξωκλήσι που είχε δει σε ένα ταξίδι τους στη Λέσβο. Ένα μικρό ξωκλήσι στη Σκάλα Συκαμινιάς. Και μέσα μια εικόνα της Μεγαλόχαρης αλλιώτικη από τις άλλες.
Η Παναγία η Γοργόνα γράφει πάνω και εικονίζει την Παναγία από τη μέση και πάνω με τη μορφή που όλοι γνωρίζουμε και ουρά ψαριού κάτω. Στο ένα της χέρι κρατά καΐκι και στο άλλο τρίαινα. Τόσο ξεχωριστή αυτή η απεικόνιση που ο Στρατής Μυριβήλης ονόμασε έτσι ένα του μυθιστόρημα, που μιλά για τη ζωή στο νησί και τους πρόσφυγες που ήρθαν από τις πατρίδες απέναντι.
«Τι με έπιασε σήμερα…», σιγοψιθύρισε, «Γιατί τα θυμάμαι όλα αυτά; Λες και έπρεπε να τα ξαναναστήσω όλα πριν…»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της.
Ήρθε εκείνο το κύμα. Το κύμα που πρόσμενε. Ένιωσε το κορμί της να αφήνει το σκαρί που συντρόφεψε την ύπαρξή της. Κι αφέθηκε… Χαμογελώντας γαλήνια. Στα κύματα. Στην απεραντοσύνη του γαλάζιου.

spot_img
spot_img

Τελευταίες Δημοσιεύσεις

Εγγραφείτε

spot_img

- Αποκτήστε πλήρη πρόσβαση στο περιεχόμενό μας

- Αποκτήστε πλήρη πρόσβαση στο περιεχόμενό μας

- Παραλάβετε καθημερνά την εφημερίδα Ενημέρωση στο σπίτι ή στο γραφείο

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται!!