Σεπτέμβριος μόλις μετράει τις πρώτες του μέρες για το έτος 2024, και ποια καλύτερη ευκαιρία για να πούμε για ένα από τα «ιερά» κι αγαπημένα που παράγει η γη αυτού του τόπου.
Της Ελλάδας αλλά και της Ηλείας. Τρυγητής ο μήνας, όπως τον έλεγαν και τον λένε οι άνθρωποι, γιατί αυτό το μήνα το σταφύλι από το αμπέλι γίνεται μούστος κι έπειτα από το απαραίτητο χρονικό διάστημα και την κατάλληλη διαδικασία μεταμορφώνεται στον οίνο που ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου. Αιώνες, χιλιάδες χρόνια τώρα.
Ναι, δεν είναι υπερβολή! Είναι χιλιάδες τα χρόνια που ο άτακτος Διόνυσος, ο γιος του Δία και της Σεμέλης, τριγύριζε στα αμπελοχώραφα κι έδινε τις ευχές του στην παραγωγή. Κι οι Έλληνες των ευχαριστούσαν με τη σειρά τους με το επιφώνημα «Ευοί ευάν» στις διονυσιακές και στα συμπόσια. Το ίδιο ευάρεστο επιφώνημα που έχει φτάσει ως τις μέρες μας ως «Στην υγεία μας!».
Η πλέον αρχέγονη δραστηριότητα αμπελουργίας στον Ελλαδικό χώρο καταγράφεται γύρω στο 4.500 π.Χ. με την αυτοφυή άγρια άμπελο. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε η εξημερωμένη της εκδοχή.
Σε όλους τους πολιτισμούς του αρχαίου Ελλαδικού χώρου ο οίνος κατέχει κυρίαρχη θέση. Στον κυκλαδικό πολιτισμό, όπου τα νησιά του αρχιπελάγους του Αιγαίου κατέχουν στους αιώνες από τις σημαντικότερες θέσεις οινοπαραγωγής έως και σήμερα. Στη μινωική Κρήτη αμέτρητα είναι τα πιθάρια μεταφοράς και αποθήκευσης κρασιού που έχουν βρεθεί στο νησί αλλά και αλλού, αφού το ναυτικό εμπόριο ήταν θεμελιώδες για τους Μινωίτες. Πατητήρια έχουν βρεθεί ακόμα και πλάι σε νεκροπόλεις, όπως στον περίφημο αρχαιολογικό χώρο των Αρχανών, λόγου χάρη. Ακόμα, χιλιάδες χρόνια μετά οι Κρήτες πίνουν την «μακαρία», ειδικό οίνο για τη συγχώρεση του νεκρού. Η οινική παράδοση εξακολουθεί αμείωτη και στα μυκηναϊκά χρόνια.
Και αφού αναφερθήκαμε σε πιθάρια, με ένα τέτοιο πιθάρι για κρασί για αφορμή ξεκίνησε η διαμάχη του Ηρακλή με τον Κένταυρο Φόλο στα δάση της Φολόης. Περίφημο επίσης είναι το αρχαίο πατητήρι που βρέθηκε ακόμα και στο ιερό της Αρχαίας Ολυμπίας.
Στα Κλασικά χρόνια, μαζί με το εμπόριο ανθίζει και η παραγωγή κρασιού.
Γίνεται ταυτόσημη με την καθημερινή ύπαρξη των αρχαίων Ελλήνων, αφού πίνουν οίνο κεκαρμένο, αραιωμένο δηλαδή γιατί η μέθη δεν ήταν αποδεκτή. Η μόνη στιγμή της ημέρας που οι αρχαίοι Έλληνες κατανάλωναν άκρατο οίνο, όχι αραιωμένο δηλαδή, ήταν όταν κάθε πρωί βουτούσαν σε αυτό το ψωμί τους. Δημιουργείται ένας κραταιός οινικός πολιτισμός, γίνονται ακόμα και πληρωμές με «οινικά» νομίσματα στο εμπόριο, καθιερώνεται για πρώτη φορά αυτό που σήμερα αποκαλείται ονομασίες προέλευσης, υπάρχουν γνωστά τοπωνύμια και αμπελοτόπια, καθώς επίσης στοιχειοθετείται και ειδικό λεξιλόγιο. Περίφημα μένουν στην ιστορία κρασιά όπως ο Αριούσιος από τη Χίο, ο Λέσβιος, ο Πεπαρήθιος, ο Σάμιος, ο Μενδαίος από τη Χαλκιδική και φυσικά ο Θάσιος οίνος, το πρώτο κρασί «Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης», τηρουμένων των αναλογιών του καιρού εκείνου.
Περίπου παράλληλα, η οινοπαραγωγή ανθίζει και στο Βασίλειο της Μακεδονίας. Ακόμα και από τον καιρό του Αμύντα αλλά κυρίως τα χρόνια του φωτισμένου ηγεμόνα Φίλιππου ξακουστά είναι τα αμπελοτόπια της Πέλλας, των Αιγών, της Αμφίπολης και των Φιλίππων. Το βήμα και το άνοιγμα στην Οικουμένη γίνεται με την εποποιία του Αλέξανδρου στην Ανατολή. Ο στρατός του ανεφοδιάζεται τακτικά και χρησιμοποιεί το κρασί ως τονωτικό, ευφραντικό αλλά και αποστειρωτικό. Τα ελληνικά κρασιά γίνονται διάσημα σε όλη την Ελληνιστική Οικουμένη.
Όταν οι Ρωμαίοι κατακτούν τον Ελλαδικό χώρο ήταν ήδη γνωστές της οινοποιίας από τους Ετρούσκους. Ο μύθος μάλιστα λέει ότι εκείνοι, οι Ετρούσκοι, είχαν κάποτε απαγάγει τον ίδιο το Διόνυσο κι όταν ο θεός βλάστησε ένα αμπέλι στο κατάρτι του καραβιού τον άφησαν ελεύθερο. Μέχρι τότε οι Ρωμαίοι καλλιεργούσαν σε κληματαριές. Ερχόμενοι εδώ δεν άργησαν να ακολουθήσουν τη φύτευση σε χαμηλά σχήματα αλλά και να πάρουν μαζί τους στη Δύση μοσχεύματα ποικιλιών. Τα ελληνικά κρασιά γίνονται διάσημα στην Αυτοκρατορία.
Τον καιρό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο Χριστιανισμός συνέβαλε καταλυτικά στην εξάπλωση της οινοποιίας. Η Άμπελος πλημμυρίζει όλη τη βυζαντινή τέχνη ως κύριο χριστιανικό σύμβολο του ίδιου του σώματος της Εκκλησίας του Χριστού. Όμως υπάρχει και αντικειμενικός λόγος. Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έχει ανάγκη το άναμμα, όπως λέγεται, ο γλυκός οίνος που χρησιμοποιείται. Τα Μοναστήρια έχουν πρωτεύοντα ρόλο αφού κατέχουν μεγάλο μέρος της παραγωγής. Βέβαια, πάντα καιροφυλακτούν οι εχθροί της Αυτοκρατορίας να καταστρέψουν ό,τι βρουν στο διάβα τους αλλά και οι μακροχρόνιοι πόλεμοι, ειδικά την τελευταία περίοδο πριν την Άλωση, δεν επιτρέπουν τέτοιες δραστηριότητες και οι δυσκολίες είναι πολλές.
Σημαντική περίοδος για το ελληνικό κρασί εκείνη της Ενετοκρατίας – Φραγκοκρατίας. Όντας κυρίαρχοι στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, την Κρήτη αλλά και σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου και δεινοί έμποροι, το κρασί ήταν από τα κύρια αγαθά που έφευγε για πολλά λιμάνια στα οποία δραστηριοποιούνταν. Μάλιστα, η Μονεμβασιά, λιμάνι ορμητήριο για το εμπόριο έδωσε το όνομά της στον τότε πιο περιζήτητο οίνο αλλά και ποικιλία αμπέλου, την Μαλβάζια.
Η Τουρκοκρατία υπήρξε σκοτεινή περίοδος και για την οινοπαραγωγή. Λόγω της Ισλαμικής θρησκείας οι Οθωμανοί δεν ενδιαφέρονταν για το κρασί παρά μόνο για να το φορολογήσουν. Έτσι, στην καλύτερη περίπτωση επέτρεπαν την καλλιέργεια για να τους αποφέρει έσοδα, ενώ στη χειρότερη κατέστρεφαν τους αμπελώνες από τυφλό θρησκευτικό φανατισμό. Τότε ήταν που τα Μοναστήρια, και ειδικά το Άγιο Όρος και αυτά των Μετεώρων, διαφύλαξαν την οινική παράδοση με τις πολλές εκτάσεις αμπελιών που κατείχαν. Ήδη από τότε, ονομαστά ήταν τα κρασιά της Σιάτιστας, της Νάουσας, της Ραψάνης, του Τυρνάβου και της Νεμέας, μαζί με τα ιστορικά του Αιγαίου, του Ιονίου και της Κρήτης.
Όπως είναι εύλογο και εύκολα αντιληπτό τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 αλλά και στα πολλά που ακολούθησαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα, μόνο στα αμπέλια δεν είχαν την προσοχή τους οι Έλληνες που πάλευαν να ελευθερωθούν. Μόνη εξαίρεση η Σαντορίνη με τα πάντα διάσημα κρασιά της, όπως το θρυλικό VinSanto.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, και όσο παλεύουμε να ανακτήσουμε ακόμα τουρκοκρατούμενα εδάφη, η οινοπαραγωγή παρουσιάζει δραματική κάμψη. Αρχικά δραστηριοποιούνται σχεδόν μόνο Ευρωπαίοι, όπως ο Γουστάβος Κλάους στην Αχαΐα, ο οποίος ήρθε μαζί με τον Όθωνα ή ο Τουλ στην Κεφαλλονιά. Πολύ αργότερα, προς την αλλαγή του αιώνα, αρχίζουν σοβαρές ελληνικές προσπάθειες, όπως του οινοποιείου Καμπά στην Αττική, καθώς επίσης έρχονται και οι πρώτοι σπουδασμένοι στη Γαλλία Έλληνες οινολόγοι και προσπαθούν με πάρα πολλές δυσκολίες να δραστηριοποιηθούν.
Επιπλέον, λόγω της ασθενείας της φυλλοξήρας που πλήττει το γαλλικό αμπελώνα τεράστιες ποσότητες ελληνικής παραγωγής απορροφόνται από τη Γαλλία. Φτάνουμε σε σημείο να οινοποιούνται ακόμα και οι σταφίδες. Όταν όμως αυτό διακόπτεται δημιουργείται η λεγόμενη «σταφιδική κρίση» με καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Η φυλλοξήρα χτυπάει και την πόρτα της Ελλάδας και από τα τέλη του 19ου έως τα μισά του 20ου αιώνα προξενεί καίριο πλήγμα. Εξαφανίζονται ιστορικές, ακόμα και αρχαίες ποικιλίες, χάνονται αγορές στο εξωτερικό. Σε συνδυασμό με την ανοργάνωτη παραγωγή, τη μετανάστευση αλλά και τους συνεχείς πολέμους η κατάσταση είναι απελπιστική. Μόνες νησίδες επιβίωσης η Ρετσίνα, η Μαυροδάφνη και τα κρασιά γεωγραφικής ένδειξης Σάμος. Ένα ακόμα τεράστιο πλήγμα είναι οι τεράστιες ποσότητες από χύμα κρασί κυρίως ερυθρών ποικιλιών που φεύγουν στο εξωτερικό για να εμφιαλωθούν εκεί από ξένες οινοπαραγωγές.
Τίποτα όμως δεν είχε χαθεί. Μετά τα μισά του 20ου αιώνα η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Η ελληνική οινοποιία είχε ακόμα σφυγμό. Τα νησιά του Αιγαίου έμειναν, ευτυχώς, ανεπηρέαστα από τη φυλλοξήρα, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα έγιναν εισαγωγές αμερικανικών υποκείμενων ανθεκτικών στην ασθένεια. Τα πρώτα Συνεταιριστικά Οινοποιεία αλλά και κάποιες μεγάλες ιδιωτικές οινοποιητικές εταιρείες, όπως οι Μπουτάρη, Τσάνταλη και Κουρτάκη απορροφούσαν μεγάλες ποσότητες σταφυλιών και παρήγαγαν καλής ποιότητας κρασιά. Οι εξαγωγές επανήλθαν και για τα κρασιά της Ηπειρωτικής Ελλάδας που παλιά μειονεκτούσαν γιατί δεν είχαν εύκολη πρόσβαση σε λιμάνια.
Και φτάνουμε στην περίοδο σταθμό για τον ελληνικό οίνο, που ξεκινά από το τέλος του 20ου αιώνα. Η επονομαζόμενη σύγχρονη ελληνική οινική αναγέννηση. Οινοποιοί και οινολόγοι με πάθος, ακόμα και σε μικρά και μεσαία αμπελοτόπια παράγουν εξαιρετικά κρασιά από ελληνικές αλλά και διεθνείς ποικιλίες με παγκόσμια πια αναγνώριση. Ιστορικοί, ακόμα και αρχαίοι αμπελώνες αναβιώνουν αλλά φυτεύονται και νέοι. Δημιουργούνται τμήματα σπουδών Αμπελουργίας και Οινολογίας, ενώ αξιοποιούνται οι πλέον σύγχρονες μέθοδοι τεχνολογίας και οινοποίησης. Διεθνείς διακρίσεις διαδέχονται η μια την άλλη, οι εξαγωγές αυξάνονται αλματωδώς, διεθνείς εκθέσεις διοργανώνονται, ενώ μεγάλη ανάπτυξη γνωρίζει και ο τομέας του οινοτουρισμού.
Και η Ηλεία σε όλα αυτά; Πάντα παρούσα, τιμά την αρχαία οινοποιητική της παράδοση. Στην Ηλεία παράγονται κρασιά με τρεις Προστατευόμενες Γεωγραφικές Ενδείξεις, τις ΠΓΕ Ηλεία, Λετρίνοι και Πισάτις. Τα αμπελοτόπια εκτείνονται σε 28.000 στρέμματα εκ των οποίων τα 18.500 αφορούν τις ΠΓΕ ποικιλίες. Οι κυριότερες ποικιλίες του τόπου είναι ο Αυγουστιάτης και η Μαυροδάφνη (ας είναι συνυφασμένη με την Αχάϊα Κλάους και την Αχαΐα, μεγάλες ποσότητες παράγονται εδώ) που είναι ερυθρές ποικιλίες, το Φιλέρι και ο Ροδίτης που εντάσσονται στις ροζέ και το Ασύρτικο και ο Τιναχτορώγος, που δίνουν λευκά κρασιά. Ειδικά ο Τιναχτορώγος είναι αρχαία ποικιλία με πρώτη αναφορά γι’ αυτήν στον Όμηρο.
Εξαιρετικά γνωστά ακόμα και έξω από τα σύνορα της Χώρας, με πολλές εξαγωγές και σημαντικές διακρίσεις οινοποιεία εδρεύουν στην Ηλεία, με δύο παραδείγματα ενδεικτικά, τα κτήματα Μερκούρη και Μπριντζίκη.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ