“Πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε, παιδιά…”, έλεγε εκείνο το παιδικό τραγουδάκι που συνόδευε τις εορταστικές περιόδους των παιδικών μας χρόνων, από τότε κιόλας που θυμηθήκαμε τον εαυτό μας.
Πέρα, λοιπόν, από την ανεκτίμητη αξία των αναμνήσεων, αφού ο παλιός ο χρόνος μπορεί να έφευγε μοιραία τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου προς την 1η Ιανουαρίου αλλά θα έμενε για πάντα στη μνήμη για ό,τι έφερε ή πήρε, με τα ανάλογα συναισθήματα και σκέψεις φυσικά, το τραγουδάκι προϋπαντούσε το νέο χρόνο που θα ερχόταν, λέει, “με τα δώρα, με τραγούδια, με χαρά”.
Όπως όλοι πια ξέρουμε, άλλοι νωρίτερα κι άλλοι αργότερα, ανάλογα τι είχε το κιτάπι της μοίρας τον καθένα γραμμένο, στην πραγματική ζωή τίποτα δεν είναι μόνο χαρά. Κανένας χρόνος δε φέρνει μαζί του μόνο φωτεινές στιγμές, έχει τα γκρίζα του, τα μονότονά του, τα εύκολα ή τα δύσκολα, τα συνηθισμένα και τα σοκαριστικά, μα έχει και κάτι σκοτάδια που μερικές φορές ούτε στους εφιάλτες δε μπορούν να χωρέσουν, λες κι έρχονται από το πιο βαθύ Τάρταρο του Άδη. Μια ματιά να ρίξουμε γύρω μας σήμερα, μα και σε όλη την πορεία του ανθρώπου πάνω σε τούτη τη Γη, χιλιάδες χρόνια τώρα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή είναι η πραγματικότητα. Με οποίο επιθετικό προσδιορισμό θέλουμε να της δώσουμε. Στο διάβα των αιώνων, πιστέψτε με, έχουν επαληθευτεί τόσοι πολλοί. Και να είστε βέβαιοι ότι και στο αύριο έτσι θα είναι. Για όσα αύριο έχουμε ακόμα να ζήσουμε, και εμείς, και αυτός ο πεπερασμένος, μάταιος κόσμος.
Το αύριο… Υπάρχει και αυτή η λέξη. Υπάρχει και θα υπάρχει πάντα, μέχρι συντέλειας αλλά και πέρα από αυτή, ναι, καλά ακούσατε, γιατί όπως και η ελπίδα, αυτές οι λέξεις είναι χαλκέντερες και πεθαίνουν τελευταίες ή δεν πεθαίνουν ποτέ. Σε πείσμα…
Αυτό το αύριο εννοεί και υπόσχεται, λοιπόν, το προαναφερθέν παιδικό τραγουδάκι. Το αύριο και την ελπίδα που φέρει μαζί του. Γιατί κάθε τέλος είναι και μια καινούρια αρχή. Μπορεί καλύτερη, πιο αίσια, πιο φωτεινή, μπορεί και χειρότερη, πιο δύσκολη, πιο οδυνηρή, πιο σκοτεινή αλλά τίποτα δε σταματά.
Ακόμα και τα έθιμα τα δεμένα με την παράδοση της ημέρας της αλλαγής του χρόνου αυτόν τον αέρα αποπνέουν και αναπνέουν. Και φυσικά έχουν πορεία και Ιστορία που χάνεται στους αιώνες, σημάδι τρανό και τα ίδια της ατέρμονης διαδρομής από χρόνο σε χρόνο, από μέρα σε μέρα, από στιγμή σε στιγμή, από ανάσα σε ανάσα.
Η Βασιλόπιτα, η πρωταγωνίστρια της βραδιάς της αλλαγής του χρόνου, έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, αφού η απαρχή βρίσκεται στο αρχαίο ελληνικό έθιμο του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια. Στα Θαλύσια, γιορτή του θερισμού, αφιερωμένη, προφανώς στη Δήμητρα, έφτιαχναν από το νέο σιτάρι ένα νέο καρβέλι, τον «θαλύσιον άρτον» και στα Θαργήλια, γιορτή του Απόλλωνα, έψηναν επίσης τον «θάργηλο» άρτο ή την «ευετηρία». Στα Θεσμοφόρια πρόσφεραν στη Δήμητρα μεγάλους άρτους. Επίσης αναφέρεται και ο «μελίπηκτος» των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες, για την εξασφάλιση της ευετηρίας. Το έθιμο συνεχίζει στη Ρωμαϊκή γιορτή των Σατουρναλίων η αλλιώς Κρόνια.
Και αργότερα, στα Βυζαντινά χρόνια, έχουμε την αρχή αυτού που σήμερα ονομάζουμε Βασιλόπιτα, με το τυχερό νόμισμα, στον Ιεράρχη Μέγα Βασίλειο. Κατά άλλους ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός ή κατά άλλους ο Έπαρχος της Καισάρειας, όπου ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος, συγκέντρωσε υπό τη μορφή αναγκαστικής φορολογίας όλα τα πολύτιμα των κατοίκων. Όμως πριν προλάβει να τα πάρει σκοτώθηκε. Κι έτσι ο φωτισμένος Ιεράρχης μην ξέροντας τι ανήκει σε ποιόν και για να μην αδικήσει κάποιον, έδωσε εντολή να ζυμώσουν καρβέλια ψωμί και σε καθένα να βάζουν μερικά από τα πολύτιμα.
Όταν τα μοίρασαν στους κατοίκους, από θαύμα, ο καθένας βρήκε μέσα στο ψωμί αυτά που όντως ήταν δικά του.
Το έθιμο του ποδαρικού, αυτό που υπόσχεται την καλοτυχία του σπιτιού τον χρόνο που μόλις ήρθε, έχει την αρχή του στην πεποίθηση που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί ότι την καλή χρονιά την έφερναν οι «καλοιώνιστοι» ή οι «καλόποδες», άνθρωποι με καλό ποδαρικό, οι οποίοι πρωτοπατούν το σπίτι κατά την Πρωτοχρονιά.
Όσο για το ρόδι που σπάει στα σπίτια με την έλευση της νέας χρονιάς, στην αρχαία Ελλάδα ήταν σύμβολο γονιμότητας και συνδεόταν με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Εννοιολογικά το ρόδι σημαίνει ροή, δύναμη. Στην αρχαία Ελλάδα υπάρχουν πολλές αναφορές στη ροδιά, που σύμφωνα με κάποιες δοξασίες είναι και το δέντρο που κρατάει τη γη, αυτό που ροκανίζουν οι καλικάτζαροι.
Υπάρχει ένας θρύλος που συνδέει τη ροδιά με τον Ωρίωνα, έναν από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς στο νυχτερινό ουρανό. Ο Ωρίωνας, γιος της Γης παντρεύτηκε τη Σίδη. Η Σίδη παινεύτηκε ότι είναι πιο όμορφη από τη θεά Ήρα και εκείνη για τιμωρία την έστειλε στον Κάτω Κόσμο. Εκεί η Σίδη μεταμορφώθηκε σε ροδιά και συνδέεται με τη μνήμη των νεκρών και την σχέση τους με τον Κάτω Κόσμο. Οι ιερείς στα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν στεφανωμένοι με κλαδιά ροδιάς, ενώ ρόδια δεν επιτρεπόταν να φάνε οι μύστες, γιατί ανέφεραν ότι έχουν την ιδιότητα να προκαλούν κάθοδο των ψυχών στην ύλη.
Εκτός από το ρόδι όμως σπάει και κάτι ακόμα στα σπίτια την Πρωτοχρονιά για γούρι και καλή τύχη. Το λεγόμενο μποτσίκι η σκυλοκρεμμύδα. Είναι αυτοφυές βολβοφόρο φυτό με εντυπωσιακή μακροβιότητα. Ο αθάνατος βολβός της Πρωτοχρονιάς διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στα έθιμα. Σε μερικές περιοχές της Δυτικής Ελλάδας ονομάζεται αγιοβασιλίτσα ή απλώς βασιλίτσα, ονομασίες που παραπέμπουν σαφέστατα στη γνωστή συνήθεια της ανάρτησης στις θύρες των σπιτιών κατά την εορτή του Αγίου Βασιλείου, την πρώτη μέρα του χρόνου. Οι Κρήτες πιστεύουν ότι το φυτό είναι αθάνατο, μπορεί να βλαστήσει ακόμη και όταν ο βολβός του είναι κρεμασμένος στον αέρα, χωρίς να ακουμπούν πουθενά οι ρίζες του, και αυτή του η ιδιότητα να αναγεννιέται το έχει κάνει αναπόσπαστο κομμάτι των πρωτοχρονιάτικων εθίμων. Και οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ακριβώς το ίδιο έθιμο. Λέγεται ότι και ο ίδιος ο Πυθαγόρας είχε κρεμασμένη μια σκυλοκρεμμύδα στην εξώπορτά του για να διώχνει τα κακά πνεύματα. Το έθιμο επιβίωσε και αργότερα στους βυζαντινούς χρόνους.
Κάθε τέλος και μια καινούρια αρχή, λοιπόν…
Κι όπως λέει μια φράση, που την πιστεύω πια βαθύτατα, αργά είναι μόνο όταν πάψει να χτυπάει η καρδιά σου…
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ