Πήγαινε να βρει την Ανεράδα του. Έτσι την έλεγε κι ας του είχε εμπιστευτεί το όνομά της. Δεν το είχε πει ποτέ ξανά και σε κανέναν.
Είχε από ώρα μπει στο δάσος, σε λίγο θα έφτανε. Στην αρχή του το απόγευμα, λουσμένη στον ήλιο η μέρα, εκείνη θα ήταν εκεί και θα τον περίμενε κι ας λένε ότι μόνο το μεσημέρι, το σούρουπο ή το μεταμεσονύχτι μπορείς να τις δεις και να τις απαντήσεις.
Όσα άνθη κι αν είχαν λουλουδίσει τριγύρω, όσες από τις ευωδιές του δάσους κι αν πλανιόνταν στον αέρα, τίποτα μα τίποτα δεν ευωδίαζε σαν το μαντήλι της, που το κρατούσε σφιχτά μέσα στην παλάμη του. Το ίδιο άρωμα, αλλόκοτο, υπερβατικό, σαγηνευτικό, μαγικό κι υπέροχο, όπως το άρωμα που ανέδιδε το κορμί της, αυτό που τον τύλιξε όταν την πρωτοπήρε στην αγκαλιά του κι από τότε δεν τον άφησε στιγμή.
Το μαντήλι της… Είχαν δίκιο, λοιπόν, που το έλεγαν. Αν καταφέρεις και πάρεις από μια νεράιδα το μαντήλι της τότε είναι γιατί αποφάσισε να σου δώσει τον εαυτό της. Κι εκείνη, η δική του Ανεράδα του παραδόθηκε.
Εκείνη την ώρα, την ώρα της συνάντησης θα τη θυμόταν όσο ανέπνεε, μπορεί και στην άλλη ζωή, σε όσες ζωές κι αν είχε ακόμα η ψυχή του να βαδίσει. Σάββατο μεσημέρι κι είχε πάει σε εκείνο το κοντινό δάσος για να περπατήσει. Από πολύ νωρίς του άρεσε το περπάτημα ή τρόπον τινά πεζοπορία κι ας μην είχε ποτέ βρεθεί σε κάποια οργανωμένη εξόρμηση κάποιου Συλλόγου. Τον ξεκούραζε, γαλήνευε το μέσα του κι έδιωχνε έγνοιες, σκέψεις δύσκολες, άγχη και στενοχώριες από το μυαλό του. Έτσι κι εκείνο το μεσημέρι, είχε πάρει το αυτοκίνητο κι είχε πάει ως την άκρη του δάσους για να ξορκίσει μια εβδομάδα που δύσκολα αντεχόταν.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε εκεί. Το αντίθετο μάλιστα. Ήταν μια από τις πολύ αγαπημένες του διαδρομές. Η αλήθεια είναι πως την είχε ακουστά από παιδάκι ακόμα, θυμόταν τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες του σογιού του με φωνή σιγανή, συνομωτική και υποδόρια ρίγη να διαπερνούν το δέρμα και τη σπονδυλική τους στήλη,να λένε ότι το δάσος «κρατούσε», έτσι το έλεγαν, και να απαριθμούν ιστορίες και μαρτυρίες για τα διάφορα μεταφυσικά που συνέβαιναν εκεί. Τότε φοβόταν, πολύ φοβόταν. Τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσε, τους πήρε όλους η ροή της ζωής παραμάζωμα κι έπαψαν να λένε τέτοιες ιστορίες. Είναι που μάλλον η ζωή κι οι άνθρωποι είχαν γίνει πολύ πιο άγριοι και τρομακτικοί πια από τα περιπλανώμενα «στοιχεία» του δάσους. «Τι τα θέλεις…», είχε πει κάποτε μια θειά του, «… έτσι που αγριέψαμε οι άνθρωποι θα φοβούνται αυτά εμάς».
Είχε βαδίσει ήδη περίπου ένα χιλιόμετρο. Παρασυρμένος από όλες αυτές τις θύμησες άρχισε να ξεδιπλώνεται στο μυαλό του ένα κουβάρι με όσα είχε ακούσει κι ήξερε για τις νεράιδες. Γι’ αυτές τις ψηλόλιγνες, αιθέριες, υπερφυσικές οντότητες με τη γυναικεία μορφή. Η ρίζα του θρύλου τους βρίσκεται στην Αρχαία Ελλάδα, στις Νύμφες, που ήταν κόρες θεών, ακόμα και του ίδιου του Δία, του Ωκεανού ή ποταμών. Ίσως γι’ αυτό και η πηγή ζωής του είναι το νερό και τα μέρη που απαντώνται είναι υδάτινα. Οι Ναϊάδες σε ποτάμια, ρεματιές, πηγές και κρήνες, από παραφθορά με τα χρόνια του ονόματος αυτού γεννήθηκε και η λέξη νεράιδα, οι Ορεάδες ή Ορεστιάδες στις γάργαρες πηγές των βουνών, οι Δρυάδες ή Αμαδρυάδες στα δάση, τα μοναχικά δέντρα και τα λιβάδια και οι Νηρηίδες στα ποτάμια και τις θάλασσες. Λέγεται μάλιστα ότι έκαναν παρέα με την Άρτεμη και πως κυνηγούσαν μαζί της, γι’ αυτό και συχνά εικονίζονται με τόξο και βέλη. Μυθικά πρόσωπα που έμειναν να πλανιούνται σε τούτο τον κόσμο, θεές που ξέπεσαν, πνεύματα της φύσης, πνεύματα των νεκρών.
Οι ιστορίες των παλιών έλεγαν πως τις συναντάς ακόμα σε δίστρατα ή τρίστρατα, σημεία δηλαδή που συναντιούνται δύο ή τρεις δρόμοι, σε σπηλιές και σε χαράδρες.
Αερικά, Νύμφες, Σειρήνες, Ξιοθιές, Καλομοίρες, Καλούδες και Καλές Κυράδες, Ανεμικές, Συλφίδες είναι μόνο μερικά από τα ονόματα με τα οποία τις αποκαλούν.
Οι περισσότερες είναι καλές και συνηθίζουν να πετούν, να χορεύουν, να τραγουδούν, να πλένουν στα ζωτικά νερά που κατοικούν. Κάποιες είναι μοναχικές και διαβαίνουν αμίλητες, χωρίς να αγγίζουν το έδαφος, μοναχικοί άγγελοι της φύσης, αυτού του κόσμου. Υπάρχουν όμως και εκείνες που σέρνουν σκοτάδια μαζί τους. Σκουροντυμένες, μοχθηρές, τέρατα με αποκρουστική μορφή, που ψάχνουν να κάνουν κακό σε ανθρώπους και παιδιά, να τα συνεπάρουν, όπως ήταν η λέξη που χρησιμοποιούσαν παλιά, και τριγυρνούν στα σκοτάδια και τις νύχτες, σε χαράδρες και σπηλιές ανήλιαγες ζητώντας να κάνουν κακό.
«Τι κάθομαι και σκέφτομαι…», σιγοψιθύρισε χαμογελώντας αμήχανα και συνέχισε την πορεία του. Και τότε άκουσε τη φωνή της. Το τραγούδι της για την ακρίβεια. Έμεινε ασάλευτος, βήμα δε μπορούσε να κάνει. Είχαν δίκιο που έλεγαν ότι είναι σαν να ακούς τη φωνή τους μέσα στο κεφάλι σου, μέσα σου. Δεν δίστασε στιγμή. Τα βήματά του ακολούθησαν το τραγούδι της. Ούτε αλαφροΐσκιωτος ήταν ούτε Σαββατογεννημένος, αυτοί λένε ότι μπορούν να δουν μια νεράιδα, αυτοί έχουν το χάρισμα, αλλά εκείνον δεν τον ένοιαζε. Απλώς ακολουθούσε τα σημάδια της. Και όχι, δεν ήταν κάλεσμα. Το αντίθετο. Μάλλον ντροπαλή κι εσωστρεφής ήταν η μελωδία.
Το ένα βήμα έφερνε το άλλο κι η φωνή δυνάμωνε στο κεφάλι, στο στήθος του. Αναλογιζόταν τον κίνδυνο που έβαζε τον εαυτό του. Ναι, οι καλές κυράδες σαγήνευαν, γοήτευαν, είχαν σοφία, αν τις συναντούσες και το ήθελαν θα σου έπαιρναν τη λύπη και κατείχαν μαγικές και θεραπευτικές ιδιότητες, μα είναι και καπριτσιόζες, θυμώνουν εύκολα και τιμωρούν όσους τις ενοχλούν. Δεν είναι λίγες οι ιστορίες για ανθρώπους που τους πήραν τη μιλιά ή το λογικό, ακόμα και τη ζωή την ίδια. Αλλά, ξεροκέφαλος από μικρός, δεν έκανε πίσω ενώ μπορούσε, τίποτα δεν ένιωθε να τον εμποδίζει. Για την ακρίβεια, αισθανόταν πως μπαίνει στα κρυφά κάπου που δεν τον κάλεσαν ούτε ήξεραν καν την ύπαρξή του.
Σαν σιγανή συνοδευτική υπόκρουση στο τραγούδι ακούστηκε απαλός, κελαρυστός ήχος νερού. Μα ναι, εκεί, ούτε πενήντα μέτρα μακριά κυλούσε ένα μικρό ρυάκι, μικρό παρακλάδι του λαγκαδιού που διέτρεχε το δάσος αλλά απείχε αρκετά από το σημείο που βρισκόταν. Μερικά ψηλά δέντρα τον χώριζαν από το ρυάκι, αυτά δεν τον άφηναν να το δει. Και το τραγούδι πιο παρόν από ποτέ, του χάιδευε το στέρνο καθώς αντηχούσε μέσα του.
Κρυφοκοίταξε ανάμεσα στους κορμούς… Και την είδε…
Ένα συγκλονιστικά όμορφο πλάσμα, μια αλλόκοτα γοητευτική γυναίκα, μια ύπαρξη από αλλού φερμένη ήταν μπροστά στα μάτια του. Το κορμί της που ακτινοβολούσε φως ήταν γυμνό και τα πυρόξανθα μακριά μαλλιά της λυτά στους ώμους, στην πλάτη, ως και μπροστά, κάλυπταν σχεδόν το στήθος της. Ήταν καθισμένη σε έναν κομμένο κορμό δέντρου καλυμμένο με φυλλωσιές, την έβλεπε από το πλάι και δίπλα της, αφημένο το ολόλευκο αέρινο φόρεμά της. Είχε μόλις κάνει το μπάνιο της στο καθάριο ρυάκι και περιποιόταν τον εαυτό της σιγοτραγουδώντας.
Τι να έκανε; Δεν ήξερε. Να έφευγε; Να έμενε ενοχλώντας την; Και πόσο ακριβά θα την πλήρωνε αυτή του την αδιακρισία; Δε χρειάστηκε να το σκεφτεί άλλο, η μοίρα είχε αποφασίσει. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και τον είδε. Το τραγούδι σίγησε και τινάχτηκε τρομαγμένη, αφήνοντας το μαντήλι της να πέσει στο έδαφος.
«Μη φοβάσαι», της είπε αυθόρμητα, ναι, το είπε κι ας του έπαιρνε τη μιλιά. Περισσότερο εκείνη τη στιγμή φοβόταν μήπως χανόταν στο άπειρο και δεν την έβλεπε ποτέ ξανά. Δε μίλησε, λέξη δεν είπε. Ούτε όταν δειλά την πλησίασε. Τότε μόνο κατάλαβε πως ήταν ένα από εκείνα τα σιωπηλά αερικά που φτερουγίζουν περιπλανώμενα, όταν πλάι στο φόρεμα είδε αφημένα και τα φτερά της.
Έσκυψε και σήκωσε το μαντήλι της, έτεινε αργά το χέρι προς το μέρος της, να της το δώσει. Το βλέμμα της γαλήνεψε, φωτίστηκε, ένα μειδίαμα που στάλαζε όλη τη γοητεία του κόσμου άνθισε στα χείλη της. Εκείνος πήρε το φόρεμά της και με συστολή και τρυφερότητα την έντυσε. Τους έδειξε με το βλέμμα τα δυο φτερά. Ήξερε κι ας μην του είχε πει λέξη. Τα σήκωσε, τα έφερε κοντά της κι εκείνα πήραν τη θέση τους στην πλάτη της.
«Το μαντήλι;», τη ρώτησε.
Του χαμογέλασε.
«Να το έχεις μαζί σου. Κάθε φορά που έρχεσαι να με βρεις. Να το έχεις μαζί σου. Πάντα.»
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ