15.7 C
Amaliáda
Πέμπτη, 13 Μαρτίου, 2025
ΑρχικήΑπόψειςΚρινιώ Νομικού: Της μεταφυσικής ή της ονειροφαντασιάς;

Κρινιώ Νομικού: Της μεταφυσικής ή της ονειροφαντασιάς;

Σχετικές ιστορίες

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Χρηματοδότηση 4,5 εκατ....

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που απασχολούν το Δήμο Ήλιδας και ειδικότερα την Αμαλιάδα, την Κουρούτα και τις Κοινότητες...

Κλειστά για το κοινό το...

Όπως ανακοίνωσε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηλείας την Τρίτη 18 Μαρτίου 2025 το Αρχαιολογικό Μουσείο και ο Αρχαιολογικός Χώρος της...

Ζημιές στο Γυμνάσιο – Λύκειο...

Το Γυμνάσιο - Λύκειο Βάρδας με κοινή απόφαση του Δημάρχου Ανδραβίδας - Κυλλήνης, του Διευθυντή του Σχολείου, του Συλλόγου...

Είχε πέσει πια το σούρουπο κι εκείνη, μέσα σε ένα αυτοκίνητο, στη θέση του συνοδηγού, έβλεπε σαν φωτεινές καρφίτσες μες στη νύχτα τα φώτα του μικρού χωριού που μόλις είχαν αφήσει πίσω τους. Κόντευε πανσέληνος αλλά το φεγγάρι ήταν κρυμμένο πίσω από τα αραχνοΰφαντα, σαν πέπλα, σύννεφα που είχαν από άκρη σε άκρη σκεπάσει με την αχλή τους τον ουρανό της νύχτας. Αντί για το σχεδόν γεμάτο φωτεινό κύκλο του μπορούσες να διακρίνεις μια στρογγυλή λάμψη να σεργιανάει στον ουρανό.
Το σκαρφαλωμένο στην, σαν μπαλκόνι πλαγιά, χωριό που άφηναν πίσω τους το ήξερε πολύ καλά. Από τότε που θυμόταν το εαυτό της θυμόταν και να βρίσκεται εκεί συχνά πυκνά, ήταν η μάνα της από εκεί. Ήξερε το χωριό, την πορεία του στο χρόνο από τότε που δημιουργήθηκε, ήξερε τους ανθρώπους, τουλάχιστον τους πιο παλαιούς, εκείνους της γενιάς της μητέρας της, τους είχε γνωρίσει, τους είχε συναναστραφεί.
Εκατό περίπου μέτρα από την έξοδο του χωριού γύρισε το κεφάλι και κοίταξε προς τα ριζά του λόφου. Σε εκείνη την κατεύθυνση που την ημέρα πρόσφερε μια υπέροχη θέα μέχρι κάτω, στον κάμπο, σχεδόν ως τη θάλασσα. Τη νύχτα, όμως… Πάντα ήταν αλλιώς τα πράγματα… Βλέπετε, όλη αυτή η περιοχή για πολλά στρέμματα κοντά στο χωριό καλυπτόταν από αγροτικές εκτάσεις, κυρίες λιοστάσια των κατοίκων, κυρίως, του χωριού. Κι αυτό τη νύχτα σημαίνει… μια τεράστια ολοσκότεινη έκταση να απλώνεται μπροστά στα μάτια σου. Χαμογέλασε, καθώς θυμήθηκε τη γυναίκα ενός ξαδέλφου της μητέρας της να αποκαλεί αυτό το σκοτάδι «το μαύρο πέπλο»!
Κι έτσι που το αυτοκίνητο διένυε τα μέτρα φεύγοντας, εκεί, στη θέα αυτού του σκοταδιού, τι θυμήθηκε, αλήθεια… Ήρθαν στο μυαλό της όλες εκείνες οι ιστορίες που είχε ακούσει να διηγούνται η μάνα της, οι θείες της και άλλοι συγγενείς και χωριανοί. Εντελώς τυπολατρικά και μάλλον λίγο στείρα θα μπορούσε κάποιος να το ονομάσει ως την τοπική λαογραφική παράδοση. Εκείνη πάλι, πάντα όταν τα άκουγε μεγαλώνοντας ή τώρα πια όταν τα θυμόταν, τα σκεφτόταν, τα ένιωθε σαν τρυφερές ιστορίες κι αφηγήσεις για όλες εκείνες τις αλλόκοτες, ξωτικές, από αλλού φερμένες κι άυλες παρουσίες που κυκλοφορούσαν και ίσως στοίχειωναν όλη αυτή τη γύρω περιοχή. Είτε υπερφυσικές και μεταφυσικές αλήθειες είτε ονειροφαντασιές, ποιος ξέρει, όλα αυτά τα αερικά της μέρας και της νύχτας, ακόμα κι αν τους τρόμαζαν, αν τα φοβούνταν και φυλάγονταν από αυτά, αν κινδύνευαν από αυτά, ήταν κομμάτι από τις ζωές εκείνων των ανθρώπων.
Πέρα από τη νύχτα, που ήταν επίφοβη ώρα για επικίνδυνα συναπαντήματα, ώρα που έπρεπε να προσέχει πολύ κάποιος ήταν και το καταμεσήμερο. Αυτές ήταν οι ώρες που έβγαιναν, όπως τους άκουγα να λένε, και τότε δεν έπρεπε να βρεθείς στο δρόμο τους. Μπορεί να παίρναν τη μιλιά, το λογικό, ακόμα και τη ζωή την ίδια. Άλλα ήταν πιο μοχθηρά,θα σε «πείραζαν», αυτή ήταν η λέξη που έλεγαν στις διηγήσεις τους, έτσι κι αλλιώς να τα συναντούσες κι άλλα λιγότερο, θα στρέφονταν εναντίον σου μόνο αν, άθελά σου ή όχι, τα ενοχλούσες.
Οι άνθρωποι τότε ασχολούνταν κυρίως με τη γη και τα ζώα τους, με αυτά κυρίως ζούσαν και βιοπορίζονταν. Κι αυτό σήμαινε όλη τη μέρα, μέχρι και, πολλές φορές, αφού είχε πέσει ο ήλιος, έξω, στα χωράφια και τα δέντρα. Κι ο μεσημεριανός ύπνος για τη απαραίτητα ξεκούραση πριν τη συνέχεια της κοπιαστικής ημέρας; Προς Θεού, μακριά από τον ίσκιο από τις συκιές, αλλά και από δέντρα κοντά σε λαγκάδια και τρεχούμενα νερά. Όσο αφορά τη συκιά σίγουρα εκπορεύεται και από τη αναφορά στην Καινή Διαθήκη ως καταραμένο δέντρο.
Κι όσο για τα νερά και τα λαγκάδια… Μα αυτά πολύ συχνά «κατοικούνταν». Ήταν το σημείο που αερικά και νεράιδες μαζεύονταν κι έπλεναν. Και θύμωναν αν τις ενοχλούσες. Στο Λαγκάδι κοντά στο χωρίου υπήρχε τοπωνύμιο, που ίσως και να διατηρείται ακόμα, που είχε το όνομα «Πλύστρες». Ήταν οι νεράιδες, οι κυράδες οι από αλλού φερμένες που μέσα στο καταμεσήμερο μαζεύονταν εκεί κι έπλεναν. Κι όχι μόνο αυτό. Χόρευαν και τραγουδούσαν στις δικές τους απόκοσμες μελωδίες. Κάποιοι παλιά τις είχαν δει, κάποιοι είχαν κινδυνέψει να πληρώσουν και το τίμημα, άλλοι τις είχαν ακούσει να τραγουδούν κι άλλοι φρόντιζαν να μην πλησιάζουν εκείνες τις ώρες.
Δεν ήταν όμως μόνο αυτό το τοπωνύμιο που είχε γεννηθεί από αυτές τις ιστορίες. Λογικό είναι, όλα αυτά έχουν δύναμη και επιρροή στους ανθρώπους, επιδρούν και μένουν στο μυαλό και στη μνήμη των ανθρώπων. Ακόμα και πολλά χρόνια μετά, όταν όλα αυτά τα αερικά είναι πια μόνο μνήμες από τις αφηγήσεις των προγόνων.
Μια άλλη αλλόκοτη παρουσία που είχε αφήσει το όνομα με το οποίο την αποκαλούσαν οι κάτοικοι ήταν η λεγόμενη «Γριά». Θυμόταν τους δικούς της να μιλούν σε ανύποπτες στιγμές για τα λιοστάσια τους στη «Γριά», γιατί πολύ απλά έτσι λεγόταν πια αυτό το σημείο της περιοχής. Κι αυτό γιατί πολλοί έλεγαν πως από εκεί περνούσε η «Γριά» η επονομαζόμενη «Μονοβύζο» για τους προφανείς λόγους, εμφανιζόταν να έχει ένα μόνο στήθος και όχι δύο.
Άλλη πολύ συνηθισμένη φράση των παλαιών κατοίκων… έλεγαν «Μην πας εκεί, ή πρόσεχε, γιατί εκεί κρατάει». Και εννοούσαν ότι το συγκεκριμένο μέρος το ‘χουν στοιχειώσει ξωτικά κι αερικά.
Όταν έπρεπε να βρίσκονται μέχρι αργά τη νύχτα ή αξημέρωτα στις εργασίες τους στα χωράφια η φωτιά ήταν λύση, κρατούσε και αερικά αλλά και επικίνδυνα ζώα μακριά. Και φυσικά, πολλές οι διηγήσεις για τους άντρες που, είτε στις αγροτικές δουλειές τους, τις μετακινήσεις τους είτε κατά τη συνήθειά τους να κυνηγούν φρόντιζαν πάντα να έχουν τσιγάρο αναμμένο. Και οι διηγήσεις για περιστατικά δεν ήταν λίγες, και μάλιστα οι περισσότερες μιλούσαν για περίεργες εμφανίσεις λαγών από το πουθενά με σκοπό να παρασύρουν ακόμα και σε θανάσιμο κίνδυνο αυτόν που βρέθηκε στο δρόμο τους.
Τι θυμήθηκε πάλι… Τη διήγηση του παππού της, του πατέρα της μάνας της, την οποία εξιστορούσε και η ίδια για εκείνη την άσπρη αρκούδα χωρίς ουρά που συχνά έβλεπε να περνά από συγκεκριμένο σημείο και να χάνεται και πάλι στο πουθενά. Δεν τον «πείραξε« ποτέ, πάντα τον κοιτούσε για μερικά δευτερόλεπτα και συνέχιζε το δρόμο της.
Κόντευαν να φτάσουν στο επόμενο χωριό. Κάπου εκεί βρισκόταν ακόμα ένα από τα τοπωνύμια. Αυτό είχε γεννηθεί από την αλλόκοτη και ισχυρή παρουσία που είχε τη μορφή ενός πανύψηλου, εξαιρετικά σωματώδους έγχρωμου άνδρα.
Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν να χρησιμοποιούν, χωρίς τις περισσότερες φορές κακή ή ρατσιστική πρόθεση της λέξη «αράπης» για τους έγχρωμους ανθρώπους. Άλλοι καιροί. Έτσι λοιπόν, από αυτό το αερικό, επειδή είχε μαζί του και ένα μεγάλο κωφίνι στο οποίο πάνω συχνά ήταν καθισμένο, ο τόπος εκείνος πήρε το όνομα «του αράπη η κωφίνα»
Κι ήταν κι άλλα… Θυμόταν να λένε τέτοιες ιστορίες για ώρες κάποια βράδια. Κάποτε μια ξαδέλφη της είχε ρωτήσει τη μάνα της, «Μα, καλά, τώρα τί γίνανε όλα αυτά, χαθήκανε; Τώρα δεν έχουμε ακούσει να διηγούνται τέτοιες ιστορίες». Κι εκείνη είχε απαντήσει με διάθεση θυμοσοφίας «Όσο πάει ο καιρός οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο άγριοι από αυτά. Πού να φανερωθούν… Σε λίγο τα ξωτικά θα φοβούνται τους ανθρώπους…»
«Τι σκέφτεσαι και είσαι σιωπηλή;», τη ρώτησε εκείνος πλάι της.
Γύρισε, τον κοίταξε, του χαμογέλασε.
«Παλιές ιστορίες…»

spot_img

Τελευταίες Δημοσιεύσεις

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται!!