Εκεί, στο βάθος του σηκού του Ναού του Δία στην Αρχαία Ολυμπία στέκει ένα βάθρο. Άδειο. Βουβό. Ορφανό. Μόνο αιώνες τώρα να θυμάται και να θυμίζει το άγαλμα που λείπει.
Εκείνο, ένα από τα Επτά Θαύματα του κόσμου. Που ακόμα κι αυτός ο μεγαλειώδης Ναός φάνταζε μικρός για να το στεγάσει. Ο Ναός του πατέρα των θεών, του Δία στην Ολυμπία. Στο Ιερό των Αγώνων.
Κι ένα τέτοιας εμβέλειας, ακτινοβολίας και λατρείας Ιερό ήταν ανεπίτρεπτο να μην οικοδομηθεί στα χώματά του Ναός αντάξιός του. Έτσι η Ήλιδα, που στο κράτος της βρισκόταν η Ολυμπία, αποφάσισε το μεγάλο βήμα. Την οικοδόμηση ανέλαβε ο Λίβωνας και οι εργασίες ξεκίνησαν γύρω στο 466 π.Χ. Τα έξοδα καλύφθηκαν από τα λάφυρα του πολέμου με το γειτονικό κράτος της Πίσας.
Δέκα χρόνια αργότερα, το έτος 456 π.Χ., μέσα στο χώρο της Ιερής Άλτις στεκόταν επιβλητικός, μεγαλειώδης, πάνω στην ανυψωμένη του βάση, ο Ναός του Ολύμπιου Δία. Ο δεύτερος σε μέγεθος μετά τον Παρθενώνα, ο ορισμός του δωρικού ρυθμού, με διαστάσεις 64,22 Χ 27,68 μέτρα και 20,25 μέτρα.
Πλήθος τα αφιερώματα στον άρχοντα του Ολύμπου, στόλιζαν τον περιβάλλοντα χώρο. Ένα από αυτά και το επιβλητικό άγαλμα της Νίκης του Παιωνίου, αφιέρωμα των Μεσσηνίων στο θεό. Η Νίκη που χιλιάδες χρόνια μετά, φτερουγίζει ακόμα και σήμερα, και θα συνεχίσει, στα μετάλλια των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Νίκη που μας περιμένει, αέρινη κι υπέροχη, στο Μουσείο της Ολυμπίας, όπως και ο γλυπτός διάκοσμος από τα αετώματα του Ναού.
Όμως, η βάση, ακόμα τώρα, χιλιάδες χρόνια μετά, αλλά και τότε, ακόμα και πριν τους σεισμούς και τις πλημμύρες που σάρωσαν το Ναό κι όλο το χώρο του Ιερού, δήλωνε άδεια την απουσία. Την απουσία αυτού που ο ξακουστός Φειδίας έστησε με την τέχνη του πάνω της. Και που έμελλε, πριν κάποιοι την αφήσουν ορφανή και μόνη, να στέκεται συγκλονιστικό 8 αιώνες εκεί και να μαγεύει επισκέπτες και προσκυνητές.
Αμέσως μετά τα δύο ανεκτίμητα κομψοτεχνήματα, τα αγάλματα της Αθηνάς που κατασκεύασε στην Αθήνα, στο βράχο της Ακρόπολης, την χάλκινη Αθήνα Πρόμαχο και την χρυσελεφάντινη Αθηνά Παρθένο, ο μεγάλος γλύπτης είχε καταφύγει στην Ολυμπία. Είχε κατηγορηθεί ότι υπεξαίρεση από το χρυσό του αγάλματος, κι όταν αυτό κατέπεσε, κατηγορήθηκε για βλασφημία επειδή θεωρήθηκε πως είχε απεικονίσει τον εαυτό του τον Περικλή στο εσωτερικό της ασπίδας της Αθήνας Παρθένου.
Το 435 π.Χ. αναλαμβάνει τη φιλοτέχνηση που κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια. Και το έτος 430 π.Χ. ο μεγάλος και συγκλονιστικός Δίας βρίσκεται πια στο βάθρο του για να συνταράσσει όποιον τον αντίκριζε.
Στο μαρμάρινο, μήκους 6,65 μέτρων, πλάτους 10 μέτρων και ύψους ενός μέτρου βάθρου, σύμφωνα με την τεχνοτροπία του Φειδία, κατασκευάστηκε ένας ξύλινος σκελετός. Πάνω σε αυτόν πρόσθεταν πλάκες ελεφαντόδοντου, τέλεια λαξευμένες, τόσο που μετά δεν ξεχώριζαν, φαινόταν σαν ενιαίο κομμάτι από το πολύτιμο υλικό. Αυτά αποτελούσαν το γυμνό μέρος, το κορμί του θεού. Για τον περίτεχνο μανδύα του χρησιμοποιήθηκαν ελάσματα χρυσού, εξαιρετικά σφυρηλατημένα.
Το άγαλμα είχε ύψος 13 μέτρα, για ελάχιστο δεν άγγιζε την οροφή του Ναού, κάτι που πρόσθετε τεράστια επιβλητικότητα αφού έδινε την αίσθηση πως αν ο Δίας σηκωνόταν από το θρόνο του θα τρυπούσε την οροφή.
Ο θρόνος, στον οποίον ήταν καθισμένος, σαν στον Όλυμπο, ο θεός, ήταν καμωμένος από περίτεχνα σκαλισμένο έβενο με πλήθος πετράδια.
Στο κεφάλι του έφερε χρυσό στεφάνι ελιάς. Στο αριστερό χέρι σκήπτρο, που πάνω του καθόταν ο ιερός αετός του Δία. Στο δεξί χέρι του αλαφροπατούσε φτερωτή μια Νίκη.
Το ελεφαντόδοντο, όμως, είναι ευαίσθητο υλικό. Έπρεπε να προστατεύεται και να διατηρούνται οι συνθήκες υγρασίας και περιποίησης που χρειάζεται για να μην καταστραφεί. Ο γλύπτης είχε προνοήσει. Όπως και στον Παρθενώνα, έτσι κι εδώ υπήρχε ειδική δεξαμενή με λάδι μπροστά στη βάση του αγάλματος, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του ελεφαντόδοντου.
Και η βάση είναι πάντα εκεί, στο βάθος του σηκού του Ναού του Δία που ανασκάφηκε και ήρθε ξανά στο φως. Είχαν προσπαθήσει ξανά να της πάρουν το Δία της.
Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Καλιγούλας λέγεται ότι θέλησε να το πάρει στη Ρώμη. Κάποιοι λένε πως ένας κεραυνός έτρεψε σε φυγή τους επιφορτισμένους με την κλοπή του αγάλματος κι άλλοι πως ένα βαθύ βογγητό ακούστηκε και τους έδιωξε.
Όμως τίποτα δεν κατάφερε να σταματήσει όσους ήρθαν από την Πόλη, δύο χρόνια μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Τον πήραν τον Δία, έτσι λέγεται, 800 χρόνια μετά απο τη μέρα που στήθηκε στο βάθρο του. Τον πήγαν στην Πόλη, σε μια έπαυλη κοντά στο Βόσπορο. Κι έμεινε εκεί ως το 475 μ.Χ. Η έπαυλη κάηκε από μεγάλη πυρκαγιά και τη μοίρα της ακολούθησε και το άγαλμα.
Όμως λέγεται και μια άλλη εκδοχή. Πώς δεν έφυγε ποτέ από την Ολυμπία αλλά καταστράφηκε σε φωτιά που κατέκαψε τον Ναό.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ