Δεκαπενταύγουστος πλησιάζει, η μεγάλη γιορτή της Κοίμησης της Παναγίας και, πέρα από τα κοντινά μας μοναστήρια και εκκλησίες που γιορτάζουν, το μυαλό των περισσοτέρων στρέφεται στη Μεγαλόχαρη της Τήνου, το κέντρο του εορτασμού του λεγόμενου «Πάσχα του καλοκαιριού».
Όμως εγώ θα σας πω για μια άλλη Παναγία που γιορτάζει στις 15 του Αυγούστου. Μια Παναγία άρρηκτα και με πολύ συγκίνηση και φόρτιση δεμένη με την ιστορία και τη μοίρα του Ελληνισμού.
Πάνω στους απόκρημνους βράχους του όρους Μελά, μέσα στα πέπλα της ομίχλης που συχνά ταξιδεύουν σε εκείνα τα μέρη, λίγα χιλιόμετρα μετά από το δρόμο που οδηγεί από την Τραπεζούντα στη Ματσούκα, το βυζαντινό Δικαίσημον, βρίσκεται από αιώνες γαντζωμένη και πάντα παρούσα, σε πείσμα καιρών, κατακτητών και φθοράς η Ιερά, Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας Σουμελά.
Το μοναστήρι – σύμβολο του Ποντιακού αλλά και όλου του Ελληνισμού, στέκεται περήφανα πάντα εκεί, αδιάψευστος μάρτυρας της μακραίωνης Ελληνικής παρουσίας στα χώματα του Πόντου.
Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.063 μ. και η διαδρομή που φέρνει τον προσκυνητή ως εκεί είναι χαραγμένη παράλληλα με τον ποταμό Πυξίτη, που οι Πόντιοι αποκαλούν «τη Παναΐας το ποτάμ’», δηλαδή το ποτάμι της Παναγίας, κάτω από τους πελώριους βράχους και εν μέσω πλούσιας βλάστησης. Σήμερα η τοποθεσία έχει χαρακτηριστεί ως «εθνικός δρυμός Σουμελά» και διασώζεται το παραδοσιακό μονοπάτι που χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί εδώ και 1.500 χρόνια, το οποίο μετά από 45 λεπτά ανάβασης καταλήγει στα 99 πέτρινα σκαλοπατιών που οδηγούν στο εσωτερικό του μοναστηριού.
Ας ταξιδέψουμε, όμως, πολλούς αιώνες πίσω στο χρόνο και την Ιστορία. Γιατί πριν από τόσους αιώνες, στα βάθη της Βυζαντινής Ιστορίας αρχίζει η ζωή του μοναστηριού. Ιδρύθηκε το 360 μ.Χ. από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο, που ήταν θείος και ανιψιός. Σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία εμφανίστηκε στον ύπνο των δύο μοναχών, που η καταγωγή τους ήταν από την Αθήνα, και εκδήλωσε την επιθυμία της να την διακονήσουν στο όρος Μελά. Οι δυο μοναχοί ταξίδευαν επί τρία χρόνια χωρίς να διστάσουν ούτε να λιγοψυχήσουν από την κούραση, την πείνα, τη δίψα αλλά και τις επιθέσεις από τους ληστές που συναντούσαν στη διαδρομή.
Ο τελευταίος σταθμός αυτής της δύσκολης διαδρομής ήταν το σπίτι ενός χωρικού στην επαρχία της Ματσούκας του Πόντου. Ο χωρικός αυτός ήταν που τους έδειξε το δρόμο για το όρος Μελά, ακολουθώντας το ρεύμα του ποταμού Πυξίτη ανάποδα. Η παράδοση λέει πως όταν οι δύο μοναχοί δε μπορούσαν να προχωρήσουν πια λόγω της άγριας βλάστησης και της έλλειψης οποιουδήποτε μονοπατιού, μετά από προσευχή, η ίδια η Παναγία, με θαυματουργικό τρόπο, έριξε σκάλα για να ανέβουν στο σημείο που ήθελε να οικοδομηθεί το «σπίτι» της. Ανεβαίνοντας στο βράχο, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος βρέθηκαν μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς μέσα από την οποία έβγαιναν χρυσές λάμψεις. Όταν προχώρησαν στο εσωτερικό της, είδαν την εικόνα της Παναγίας να τους περιμένει. Σύμφωνα με την παράδοση, ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς είχε αγιογραφήσει την εικόνα της Παναγίας Σουμελά. Ο Άγιος Λουκάς είχε τη μεγάλη ευλογία να γνωρίσει την Παναγία και να την απεικονίσει. Η εικόνα αυτή, μία από τις δέκα του Ευαγγελιστή, είχε μεταφερθεί από έναν μαθητή του στην Αθήνα, όπου οικοδομήθηκε εκκλησία για τη φύλαξή της. Έκτοτε είχε πάρει το προσωνύμιο «Παναγία η Αθηνιώτισσα». Την ίδια στιγμή, ένας από τους βράχους της σπηλιάς σχίστηκε και έτρεξε από μέσα του νερό. Το αγίασμα αυτό δεν στέρεψε ούτε στιγμή στη μακραίωνη ιστορία του μοναστηριού.
Λίγες μέρες μετά, και πάλι από θεϊκή παρέμβαση αφού οι δύο μοναχοί δεν είχαν επικοινωνήσει με κανέναν, ο Ηγούμενος της περίφημης Μονής του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνος, μιας από της ιστορικότερες μονές στην Ιστορία του Πόντου, που δεν υπάρχει πια, στέκει έρημη και ρημαγμένη, πνιγμένη από τη βλάστηση και με τη στέγη της να έχει καταρρεύσει, μένει όμως εκεί πάντα για να θυμίζει, έστειλε τρεις καλόγηρους με δύο γαϊδουράκια φορτωμένα με τρόφιμα προς αναζήτηση των μοναχών που του φανέρωσε η Παναγιά πως χρειάζονται βοήθεια. Έκτοτε η Μονή Βαζελώνος γίνεται αρωγός και συνκτήτορας μαζί με τους Βαρνάβα και Σωφρόνιο, του μοναστηριακού συγκροτήματος της Παναγίας Σουμελά.
Ο πρώτος ναός που χτίζεται με τη βοήθεια των χριστιανών των παρακείμενων χωριών είναι αυτός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ο οποίος γνώρισε πολλές ανακαινίσεις αλλά δυστυχώς καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά το 1930. Όταν το 386 μ.Χ., επί βασιλείας του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, αποπερατώθηκε ο ναός της Παναγίας, τα θυρανοίξια έγιναν με τρόπο πανηγυρικό, με την παρουσία του Ρωμαίου Διοικητή ο οποίος αμέσως μετά βαφτίστηκε χριστιανός, με πλήθος χριστιανών από τη γύρω περιοχή, αλλά και επισήμων.
Η Παναγία Σουμελά διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των γραμμάτων και του πολιτισμού στον Πόντο, και μεγάλη ήταν η κοινωνική προσφορά της ιδίως στα δύσκολα χρόνια των διωγμών της Οθωμανικής περιόδου. Γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της κατά τα χρόνια της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών. Ο επιφανέστερος των Κομνηνών, ο Αλέξιος Γ΄, κατά τα χρόνια της βασιλείας του (1349 – 1390 μ.Χ.) υπήρξε μέγας ευεργέτης της μονής καθώς σώθηκε από θαύμα από βέβαιο πνιγμό όταν ξέσπασε ισχυρή θαλασσοταραχή ενώ περιέπλεε με τη γαλέρα του στα Πλάτανα, 11 χλμ από την Τραπεζούντα. Εξέδωσε μάλιστα και χρυσόβουλο για τη Μονή το 1364 μ.Χ.
Με την πάροδο των χρόνων και τα αμέτρητα θαύματα που γίνονται σε χριστιανούς και μουσουλμάνους η Παναγία Σουμελά καθιερώνεται ως μέγα προσκύνημα, και με την υποστήριξη της γειτονικής Μονής του Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος χτίζεται το 1860 δίπλα στο αρχικό σπήλαιο με το αγίασμα, τετραώροφος ξενώνας 72 κελιών για τη φιλοξενία των προσκυνητών, βιβλιοθήκη, και άλλοι λειτουργικοί χώροι.
Το 1918 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για το Ελληνικό και ορθόδοξο στοιχείο στον Πόντο. Το 1923, με την ολοκλήρωση της Γενοκτονίας των Ποντίων, οι ελάχιστοι εναπομείναντες μοναχοί της Μονής Παναγίας Σουμελά πήραν το δρόμο για την μητέρα Ελλάδα, εγκαταλείποντας με πόνο ψυχής το μοναστήρι τους αφού έκρυψαν καλά την εικόνα της Παναγίας σε μια κόγχη στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας που απείχε 2 χλμ από τη μονή.
Το 1930 ιερόσυλοι βάζουν φωτιά και καταστρέφουν τη Μονή.
Όμως η εικόνα της Παναγίας είναι πάντα εκεί και περιμένει. Οκτώ χρόνια μετά, ο μοναχός Αμβρόσιος ο Σουμελιώτης -έπειτα από συμφωνία που επιτεύχθηκε με παρέμβαση του Ελευθερίου Βενιζέλου στον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού-, επιστρέφει στην Παναγία Σουμελά και ξεθάβει από την κρύπτη της την εικόνα της Παναγίας Σουμελιώτισσας για να την μεταφέρει στην Ελλάδα μαζί με άλλα κειμήλια που γλίτωσαν από τη θηριωδία των Τούρκων: α) το σταυρό που περιείχε λείψανα Αγίων και το δεύτερο μεγαλύτερο κομμάτι ξύλου από τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου, τον οποίο δώρισε στη Μονή ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Γ΄ ο Μέγας Κομνηνός, γιος του Αλεξίου Γ΄, και β) το Ευαγγέλιο του Αγίου Χριστοφόρου.
Και το 1951, με πρωτοβουλία του Πόντιου ευπατρίδη Φίλωνα Κτενίδη ιδρύεται στην Καστανιά Βέροιας η Νέα Μονή Παναγίας Σουμελά, όπου και μεταφέρεται η θαυματουργή εικόνα μαζί με τα διασωθέντα κειμήλια. Στη Νέα Μονή Παναγίας Σουμελά ακολουθείται το βυζαντινό τυπικό μέχρι και σήμερα σε διάφορες περιστάσεις. Για παράδειγμα, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου το Διοικητικό Συμβούλιο στέλνει γαϊδουράκια με ευλογίες στο γειτονικό ναΰδριο του Αγίου Ιωάννη ως αντίδωρο για τη στήριξη της Μονής Βαζελώνα στον Πόντο.
Η Ιστορική Παναγία Σουμελά εξακολουθεί να είναι εκεί, στο βράχο του όρους Μελά για να θυμίζει πάντα τη μακραίωνη, από τον πρώτο αποικισμό ακόμα κοιτίδα του Ελληνισμού σε εκείνα τα χώματα, τα ποτισμένα με το αίμα 300.000 Ελλήνων του Πόντου που σφαγιάστηκαν στη φοβερή Γενοκτονία. Από το 2010, που δόθηκε για πρώτη φορά άδεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για την επαναλειτουργία της Μονής στην εορτή της Κοίμησης της Παναγίας στις 15 του Αυγούστου, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε πως κάθε χρονιά η νέα άδεια για τον εορτασμό μετατρέπεται σε ένα μικρό ή μεγάλο κυκεώνα μέχρι να δοθεί από τις αρχές του Τουρκικού κράτους. Επίσης, δεν έχουν λείψει οι απόπειρες χρήσης του ιερού αυτού τόπου για εκδηλώσεις που όχι μόνο δεν αρμόζουν αλλά φτάνουν ακόμα και στα όρια της προσβολής. Φέτος, δεν έχει δοθεί ακόμα η απαραίτητη άδεια από το Τουρκικό κράτος. Ας ελπίσουμε…
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ