Άλλη η σχέση μας με τη φύση, με τη γη, με την κοινωνία. Άλλο πολιτισμικό «παράδειγμα», άλλος τρόπος ζωής! Αν δεν έχεις ζήσει εκείνους τους καιρούς, δεν μπορείς να τους φανταστείς. Δύσκολα μπορούν να ερμηνευτούν πολλά στοιχεία της με βάση τη σημερινή εικόνα της εν πολλοίς αστικής και ιντερνετικής πραγματικότητας.
Σπίτια φτωχικά – χαμοκέλες, νερό από το πηγάδι, φωτισμός με λυχνάρια και λάμπες πετρελαίου, ρούχα πολυφορεμένα, παπούτσια μπαλωμένα, πολυτέλειες ανύπαρκτες, αυτοκίνητα ελάχιστα (κάποια μηχανάκια, τρακτέρ, φορτηγά), και αυτά στον κεντρικό δρόμο της περιοχής, ζώα παντού (άλογα, γαϊδουράκια, κότες, σκυλιά, πρόβατα κλπ κλπ) – δύσκολη η ζωή τους, πολλή δουλειά, καμιά σχέση με τη σημερινή κατάστασή τους…
…χωράφια καλλιεργημένα πολλαπλά – ούτε σπιθαμή χέρσα, παρά μόνο για βοσκές, ξελόγκιασμα για μεγάλωμα της περιουσίας, όργωμα και σκάψιμο, σταροχώραφα στα ξερικά, μποστάνια και περιβόλια στα ποτιστικά, αμπέλια, σταφίδες, ελιές, οπωροφόρα δέντρα παντού ακόμα και μέσα στους λόγκους – η χαρά των παιδιών, χειμώνες δυνατοί, βροχές πολλές, λάσπη και ξεροβόρι, χώμα και ιδρώτας στις εναλλαγές των εποχών, δουλειά από ήλιο σε ήλιο – από το απόγευμα κοιτούσες και προσδοκούσες το πότε θα πέσει το άστρο της ημέρας…
…οικογένειες τριών γενιών και πολλών παιδιών στην ίδια στέγη, φτώχεια απλωμένη – η ολιγάρκεια την προσπερνά, όνειρα για φυγή από τα χωριά αλλά αφορούσε τελικά λίγους νέους και πιο λίγες νέες, δάσκαλοι αυστηροί, σχολείο πρωί – απόγευμα, εκκλησιασμός και κατηχητικό υποχρεωτικά, πατεράδες και μανάδες χωρίς ξεκούραση, οι διακοπές παντελώς άγνωστη λέξη…
…το χωριό ήταν ο κόσμος όλος τους, χαλικόδρομος μόνο ο δημόσιος, ο κεντρικός των λεωφορείων, η άσφαλτος άγνωστη, τα παιδιά στα χωράφια και στα ζώα – αν δεν είναι στο σχολείο, παιχνίδια από βιοτεχνίες ελάχιστα – τα περισσότερα αυτοσχέδια των ίδιων των παιδιών.
Τους χειμώνες είχαν την καλή τους τα τζάκια, οι εστίες, τα παραγώνια, εδώ το φαγητό στον σοφρά, κοντά στη ζεστασιά. Τα καλοκαίρια τα σπίτια δεν μας έβλεπαν – μόνο για ύπνο, αν δεν πηγαίναμε σε πρόχειρα καλύβια, για να είμαστε κοντά στις θερινές καλλιέργειες.
Οι γιορτές και τα πανηγύρια είχαν πολλή χαρά για τους μικρούς, πολλή διασκέδαση για τους μεγάλους – όταν τα καθημερινά πράγματα είναι δύσκολα, ακόμα και η προσωρινή ανάπαυλα ήταν γοητευτική, όλοι παίρνανε ανάσες, όχι όμως και οι γυναίκες, που σήκωναν το βάρος των γιορτών, το χωριό «γινόταν ένα» , όλοι μαζί στις πλατείες. Και η Κυριακή ξεχώριζε, εκκλησιασμός το πρωί, μετά στα καφενεία οι άντρες και οι γυναίκες για τα ξεχωριστά τραπεζώματα. Φυσικά οι δουλειές για τη φροντίδα των ζώων δεν σταματούν ποτέ…
Σαν παραμύθι φαντάζει η αγροτική ζωή στα σημερινά παιδιά. Και όσοι και όσες τη ζήσαμε νοσταλγούμε ακόμα και τις δυσκολίες της. Είναι ωραία για παρελθόν – όχι όμως για παρόν. Όποιος και όποια την επιθυμεί μάλλον την παιδική ζωή και τη νιότη του / της ποθεί και όχι την ίδια την αγροτική ζωή… Και δεν είναι μόνο αυτό. Αν πιαστείς στις γλύκες του παρελθόντος, θα παιδευτείς – σειρήνες που γλυκοτραγουδούν και σε αιχμαλωτίζουν. Η ζωή είναι στο παρόν, στην προοπτική του μέλλοντος. Πάμε στα χωριά μας και βρίσκουμε μόνο τα φαντάσματα εκείνων των καιρών. Ψάχνουμε να βρούμε κάποιο παλιό μονοπάτι, ένα σπιτικό, τη μυρωδιά από ένα σταφιδάλωνο, τη ζέστη των δεματιών του σταριού, ένα δέντρο, που να θυμίζει το «τότε», μα όλα έχουν αλλάξει. Το έχει διακηρύξει ο δικός μας Δημόκριτος… Ευτυχώς που έχουμε μνήμη και κρατάμε κομμάτια διαχρονικότητας, εικόνες – φυλαχτά της νιότης μας και των πρώτων ονείρων μας!
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ