Δεν υπήρχαν πολλές πέτρες σ’ εκείνους τους καιρούς στο μικρό χωριό Αυγή στην περιοχή Πηνεία της Ηλείας. Όλος ο τόπος ήτανε με μικρούς λόφους εναλλασσόμενους με ποτιστικά χωράφια – χώμα παντού, λάσπες σε κάθε σπιθαμή εδάφους το χειμώνα και σκόνη μπόλικη το καλοκαίρι στους δρόμους.
Πέτρες θα έβρισκες μόνο στη δημοσιά που πέρναγαν τα αυτοκίνητα – εκεί δεν γλίτωνες από τη σκόνη αλλά δεν είχες τη χειμωνιάτικη λάσπη. Άσφαλτος δεν είχε έλθει ακόμα και οι χαλικόστρωτοι δρόμοι ήταν γεμάτοι λακκούβες άλλοτε γεμάτες με νερό που σε ξεγέλαγαν για το βάθος τους και άλλοτε αδειανές έχασκαν στην αρτηρία του δρόμου και αν οι οδηγοί δεν τις έπαιρναν χαμπάρι νωρίς, το αυτοκίνητό τους τρανταζόταν βγάζοντας σκληρό μεταλλικό ήχο που τα παιδιά της εποχής τον θεωρούσαν ότι ήταν σημάδι πόνου.
Τα παιδιά, δηλαδή τα αγόρια εκείνων των εποχών, είχαν περί πολλού τις πέτρες. Τα περισσότερα παιχνίδια τους μετά τη μπάλα ήταν παιχνίδια με τις πέτρες. «Τα πουλάκια» με πέτρες επίπεδες σε στήλη βαλμένες τη μια πάνω στην άλλη και πέταγμα άλλης πέτρας από μακριά με σκοπό το σημάδεμα της στήλης των πετρών και την όσο το δυνατόν πιο μεγάλης έκτασης διάλυσή της σε συνδυασμό με ένα παράλληλο κυνηγητό ήταν από τα πιο θορυβώδη παιχνίδια.
«Τα πεντόβολα» ήταν παιχνίδι και για τα κορίτσια και απαιτούσαν δεξιοτεχνία των χεριών και των δακτύλων με τη χρήση μικρών στρογγυλών πετρών. Η «σομάδα» με το πέταγμα επίπεδης πέτρας όσο το δυνατόν πιο κοντά σε μια γραμμή χαραγμένη στο δρόμο και τα συνακόλουθα βραβεία της είχε και αυτή την παρουσία της σε μια εποχή, όπου τα παιχνίδια ήταν επινόηση των παιδιών και δεν πήγαινε στο νου τους για κάποια αγορά τους…
Αλλά η μεγάλη αγάπη της πέτρας ήταν στην κατασκευή αυτοσχέδιων παιδικών αυτοκινήτων. Σμιλευόταν η κατάλληλη πέτρα ξανά και ξανά για να αποκτήσει ένα σχήμα, που να θυμίζει πειστικά τον τύπο του επιθυμητού αυτοκινήτου. Και αναζητούντο πάντα σπάνιες πολύχρωμες πέτρες, που να έχουν σχέδια με την ποικιλία χρωματισμών και, το πιο σημαντικό, να ανακαλύπτουν άλλα χρώματα και άλλα σχέδια στο εσωτερικό τους μετά την κατάλληλη επεξεργασία. Με διαλεγμένες στρογγυλές, άσπρες και ισομεγέθεις πέτρες – η μια πλαγιαστά ακουμπισμένη με την άλλη – διαμορφώνονταν τα επιμέρους χωρίσματα των σχολικών κήπων με τη φροντίδα της δασκάλας και των μαθητών / μαθητριών.
Ο πετροπόλεμος γινόταν με παιδιά άλλων χωριών και πάντως όχι και πολύ συχνά, γιατί τότε οι γονείς και οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί και έτσι και αντιλαμβάνονταν κάτι τέτοιο πήγαινε το ξύλο σύννεφο. Αλλά παρ’ όλα αυτά όλο και κάποια πετριά έβρισκε κανένα κεφάλι και επειδή …ταρακουνούσε το μυαλό, χρησιμοποιούσαν μεταφορικά τις φράσεις «πετροβολημένος» και «έχει φάει πετριά» για τους ελαφρόμυαλους και για εκείνους που ήθελαν να πειράξουν με τρόπο δηκτικό ή και να τους απαξιώσουν μια και έξω για να μη συνεχίσουν την όποια αντιδικία μαζί τους…
Η πέτρα συνέδεε τον κόσμο των παιδιών με τον κόσμο των μεγάλων στην κατασκευή των σπιτιών. Τότε αμέσως μετά τον τελευταίο πόλεμο, τα περισσότερα σπίτια ήταν πλίθινα, «χώμα πάνω στο χώμα» με πλίθες καμωμένες με λάσπη γλίνας και άχυρο «ζυμώνονταν» με τα πόδια των κτιστών, έμπαιναν σε ξύλινα καλούπια και απ’ εκεί απευθείας έμπαιναν από τον πρωτομάστορα στους τοίχους και τα σπίτια γεννιόνταν μπροστά στα μάτια των μικρών.
Αλλά σιγά – σιγά είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους και τα πέτρινα σπίτια – πιο πλούσια και πιο επιβλητικά. Κουβαλούσαν μεγάλες πέτρες με τα μουλάρια, τα άλογα και τα γαϊδούρια από μακριά και εδώ το μαστοριλίκι ήταν πολύ πιο περίτεχνο. Εδώ οι αρχιμάστορες κατάγονταν από άλλα μέρη – ήταν ξακουστοί εκείνοι των Λαγκαδιών της Αρκαδίας και της μακρινής Ηπείρου και όλοι τους κοίταζαν με έναν πρωτόγνωρο σεβασμό, που μόνο στους γραμματιζούμενους έδειχναν τόσο γενναιόδωρα.
Το λάξεμα των πετρών και το συνταίριασμά τους γινόταν με μαεστρία στους πολύ παχιούς σαν να ήταν φρούριο τοίχους. «Αθάνατα αυτά τα σπίτια», έλεγαν οι κάτοικοι. «Αρχοντικά με τα όλα τους», απαντούσαν άλλοι, ενώ κάποιοι τρίτοι συμπλήρωναν με την πιο σημαντική παρατήρηση «ζεστά το χειμώνα, δροσερά το καλοκαίρι και πανέμορφα στην όψη τους» και όλοι μαζί καλοτύχιζαν το νοικοκύρη που θα στέγαζε τη φαμίλια του σε σπιτικό της νέας εποχής και της προόδου μακριά από τη ζωή της φτώχειας και της στέρησης.
Αλλά οι ιστορίες των πετρών έχουν ξεκινήσει από τους χρόνους του πολύ απώτερου παρελθόντος και κουβαλάνε πολλές πληροφορίες για τη διαδρομή τη δική τους αλλά και για την εξέλιξη του πλανήτη μας. Ένας γεωλόγος μπορεί και αποκρυπτογραφεί τα μυστικά τους και ανακαλύπτει τα χαμένα μηνύματα στο παλίμψηστο της πέτρας εξετάζοντας τη μορφή, το μέγεθος και τη σύστασή της, όπου κυριαρχεί το πυρίτιο μαζί με το οξυγόνο (και συνολικά στο γήινο φλοιό), ένα συγγενές του άνθρακα χημικό στοιχείο, του άνθρακα που κυριαρχεί σε κάθε μορφή ζωής και στη βιόσφαιρα συνολικά.
Κάποτε η πέτρα ήταν μέσα στη ζωή των ανθρώπων και πιο πολύ των παιδιών, γι’ αυτό και οι ιστορίες της φαντάζουν σαν παραμύθια παράξενα και αλλοτινά. Η πέτρα όμως συνεχίζει το ταξίδι της και παραμένει το πιο όμορφο και το πιο χρήσιμο δομικό υλικό, ενώ υπηρετεί την τέχνη με τις πλούσιες εκφράσεις της – αρκεί να θυμηθούμε τις πέτρες που ζωγράφιζε ο μεγάλος μας Ελύτης…
Αλλά και πόσοι άνθρωποι δεν κουβαλάνε διαλεγμένες πέτρες από τα νησιά των καλοκαιριών ή από τα ποτάμια και από τους χείμαρρους, για να θυμούνται ταπεινά ταξίδια της ζωής τους και μαζί τους της νιότης τους το όμορφο οδοιπορικό και πόσοι δεν χαζεύουν με τα παιχνίδια των κυμάτων και των πετρών στις όμορφες παραλίες της χώρας μας;