Κάθε φορά που πήγαινε στο χωριό του, άλλαζε ρούχα και αμέσως έπαιρνε δρόμο για τη μικρή του περιουσία. Την είχε «μη βρέξει και μη στάξει».
Είχε φτιάξει μια όμορφη χαμοκέλα με πολλά γεωργικά εργαλεία μέσα – καινούργια και παλιά. Τα παλιά τα λάτρευε. Του τα έβρισκε ένας καλός φίλος του βοσκός μέσα από τα χαλάσματα των εγκαταλειμμένων σπιτιών του χωριού. Είχε βάλει και νερό. Το μποστανάκι του με ποικιλία κηπευτικών, τα καρποφόρα δέντρα του, όλα γεμάτα υποσχέσεις. Καμάρωνε τον μπαξέ του με τα πολύχρωμα άνθη, τα λουλούδια και τους καρπούς από τις απιδιές, τις ροδιές, τις ροδακινιές… – τα μετρούσε ξανά και ξανά. Τις ελιές τις είχε κάνει κουκλίτσες – πάντα περιποιημένες, σαν ευλογημένα δέντρα που ήταν.
Είχε κληρονομήσει αυτό το κομμάτι γης και το είχε ως κόρη οφθαλμού – μόνος αυτός είχε τόσο περιποιημένη την περιουσία του σε σχέση με τα άλλα αδέλφια του. Πάντα αγαπούσε τη «σταφίδα». Έτσι έλεγαν το μέρος αυτό που είχε ένα μόνο μέρος με σταφίδα και το άλλο με ελιές – άλλωστε και τα χωράφια των γειτόνων του με σταφίδες ήταν καλλιεργημένα.
Είχε συνδέσει αυτό τον όμορφο τόπο με ένα περιστατικό. Κανένας δεν ήξερε αν ήταν μόνο αυτός ο λόγος που τον λάτρευε ή ήταν και η αγάπη του για τη γη, για τη φύση…
Και να ποιο ήταν το περιστατικό.
Δύσκολα θυμόταν να φορούσε μικρός καινούργια παπούτσια. Παλιοπάπουτσα του έβρισκαν, μπαλωμένα και φθαρμένα, φορεμένα και ταλαιπωρημένα. Στο ζευγάρι παπουτσιών, που είχε στο περιστατικό μας, η σόλα του ενός παπουτσιού είχε ξεκολλήσει. Που να την πάει στον τσαγκάρη – θα έκανε δυο τρεις ημέρες, οπότε… Και έτσι η επινόηση βρέθηκε.
Έδεσε γύρω – γύρω από τη σόλα και από το πάνω μέρος του ποδιού του, στο κουτουπιέ, ένα σύρμα και έκανε κάπως τη δουλειά του. Περπατούσε όπως η πάπια. Σήκωνε όλο το πόδι για να μη σκοντάφτει το μπροστινό μέρος της πατούσας, που έχασκε, στο έδαφος. Μισοκούτσαινε, γιατί το άλλο πόδι κινείτο κανονικά. Είχε εξασκηθεί. Είχε τόσο πολύ συνηθίσει που σαν ήταν ξυπόλυτος και περπατούσε έκανε αρκετά βήματα σαν να φορούσε το μπαταρισμένο παπούτσι. Μετά περπατούσε κανονικά.
Κάποτε ήλθε και το Πάσχα και έφτασαν οι άσπρες πολυονειρεμένεςελβιέλες. Τις φόρεσε. Του πήγαιναν γάντι. Ένιωσε το πόδι του διαφορετικό – ήταν το κανονικό του πόδι. Έδεσε τα κορδόνια και… άρχισε το τρέξιμο σαν να τον κυνηγούσαν κλέφτες φοβεροί. Μα όχι, δεν ένιωθε φόβο. Χαρά και ελευθερία ένιωθε. Άρχισε το βουβουβουβου… παριστάνοντας το αυτοκίνητο με τη μεγάλη του ταχύτητα.
Ξαναβρήκε τον εαυτό του, την παιδικότητά του, γιατί τότε δεν υπήρχε παιδί που δεν έτρεχε κάθε λίγο και λιγάκι. Έτρεξε χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα περί τα δύο χιλιόμετρα. Πήγαινε στη σταφίδα, στα αγαπημένα του χωράφια. Που να ‘ξερε τότε ότι πολλά χρόνια αργότερα – ακόμα και πριν πάρει σύνταξη – θα ήταν όλη την ημέρα εκεί, όταν ερχόταν στο χωριό του.
Άσπρες – κάτασπρες οι ελβιέλες του. Έπρεπε να τις προσέχει σαν τα μάτια του. Άλλο πρόβλημα και αυτό – να μη λερωθούν με τίποτα. Να είναι πάντα καινούργιες. Και αν κάποιο σημαδάκι εμφανιζόταν, με το σάλιο του το εξαφάνιζε. Άλλαξε η ζωή του. Αλλιώς περπατούσε με το καινούργιο, με περηφάνεια. Ήταν πιο αρχοντικός. Ψηλά το κεφάλι. Βήματα στέρεα. Καμάρι περισσό. Απόλαυση. Ήξερε ότι θα τον κοιτούσαν και τα άλλα παιδιά – και πιο πολύ αυτά που δεν θα έπαιρναν πασχαλιάτικα παπούτσια.
Και έτσι, οι παιδικές ελβιέλες συνδέθηκαν με την αγαπημένη του περιουσία. Γεφυρώθηκαν η παιδικότητά του με την ωριμότητά του. Η νοσταλγία του είχε βρει έκφραση. Ζούσε, με το παρελθόν και το παρόν να είναι μια αγκαλιά…
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ