Πού να το φανταστούμε ότι στη διάρκεια της ζωής μας θα δούμε όλες αυτές τις ανατροπές, ότι θα έρθει το νερό του ποταμού πάνω στα χωράφια μας… Που να το πιστέψουμε, μικρά παιδιά τότε – άλλωστε δεν βλέπαμε και τους μεγάλους να πολυανησυχούν…
Και όμως εκεί στη δεκαετία του 1970 το νερό ήλθε. Απλώθηκε σ όλα τα πεδινά τμήματα της περιοχές μας, εκεί που το πράσινο αγκάλιαζε από όλες τις μεριές το λόφο του χωριού μας και τους άλλους λόφους, εκεί που οι σταφίδες, τα αμπέλια, τα μποστάνια και τα ποτιστικά έδιναν πλούτο για να τραφούν οι φτωχές οικογένειες σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς.
Ξαφνικά χάθηκε το πράσινο με όλες τις αποχρώσεις του και ένα μπλε σκούρο απλώθηκε παντού, σκούρο ίσως γιατί ο βυθός δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι όλος αυτός ο γεμάτος ζωή κόσμος των σπιτιών και το χωραφιών δεν θα θαβόταν κάτω από το νερό. Σιγά – σιγά με το πέρασμα των χρόνων συνηθίζουμε την πραγματικότητα. Και όχι μόνο αυτό.
Αλλά σαν πέρασαν πολλά χρόνια αποδεχτήκαμε την πραγματικότητα και μάλιστα καμαρώναμε για τη λίμνη μας.
Βγάζαμε φωτογραφίες από κάθε γωνιά της, σε κάθε εποχή. Θέλαμε πάντα στο φόντο των φωτογραφιών μας να έχουμε τη λίμνη μας. Μας ενέπνεε άρθρα και διηγήματα. Γλυκαίναμε την πίκρα της νοσταλγίας μας. Η λίμνη ήταν στοιχείο της ταυτότητας του χωριού μας και των πολλών χωριών της Πηνείας.
Αλλά οι ανατροπές δεν είχαν τελειώσει. Ήρθε ξηρασία, ανομβρία, κλιματική αλλαγή, όλα μαζί – αν και είναι μόνο ένα και το αυτό συμβάν – και το νερό αρχίζει να επιστρέφει εκεί κοντά στη δέση του φράγματος, όπως ήταν πριν από μισόν αιώνα περίπου! Χάνεται η λίμνη μας… Το καλοκαίρι το νερό είναι εξαφανισμένο. Ένας ερημότοπος απλώνεται όλο και πιο πολύ, εκεί που παλιά δέσποζε το πράσινο και αργότερα το γαλάζιο και το μπλε χρώμα.
Τώρα επικρατεί το γκρίζο. Ξεροσκασμένο το χώμα σε μικρά – μικρά κομματάκια, ανάγλυφο δείγμα ξεραΐλας, μεγάλης δίψας. Το έδαφος ζητάει το νερό του, αλλά αυτό έχει μακριά αποτραβηχτεί. Περπατάμε και προσπαθούμε να κάνουμε υπολογισμούς για το που ήταν τα παλιά μας χωράφια. Μα τίποτα δεν τα θυμίζει και προσπαθούμε να τα επινοήσουμε με βάση τους γειτονικούς λόφους…
Πάει και ο παράδεισος με τα σπιτικά μας των εφτά οικογενειών που ήταν έξω από το χωριό, με τη στάση του λεωφορείου στη δημοσιά, το ελαιοτριβείο, τον αλευρόμυλο, το λαγκάδι με τα δυο γεφύρια του, με τα ποτιστικά, με τα ατέλειωτα παιχνίδια μας…
Τώρα τα έχουν ρημάξει τα ρείκια και οι λυγαριές – πυκνά σα ρουμάνι, μόνο λίγη χλόη αφήνουν να ξεφυτρώσει. Βεβήλωσαν τους ιερούς τόπους μας. Πληγώνουν τη νοσταλγία μας. Εμείς δεν είχαμε τέτοια φυτοκάλυψη – το ποτάμι μας την κουβάλησε…
Κι όμως, πιστεύουμε ότι κάτι θα αλλάξει. Και αν είναι τόσο δύσκολο να βρεθεί η παλιά γειτονιά μας, τα σπιτικά μας και τα χωράφια μας με τα αμπέλια, τα ποτιστικά, τα οπωροφόρα, τους κήπους και τους μπαξέδες, ελπίζουμε ότι θα επιστρέψει το νερό, ότι η λίμνη μας θα σκεπάσει τη ντροπή και θα μας χαρίσει πάλι την ομορφιά της.
Να γλυκάνει κάπως την πάντα ισχυρή νοσταλγία της τόσο ξεχωριστής αγάπης μας, της παλιάς μας γειτονιάς!