Ούτε και κατάλαβα ποτέ πως ξεκίνησε αυτή η ιστορία… Ήταν μια μη συνειδητή λειτουργία, που αναπτύχθηκαν με το πέρασμα το χρόνου, γιατί ποτέ δεν θυμάμαι κάποια απαρχή της. Γιατί μιλάω;
Μιλάω για το εξής. Στον δρόμο που βαδίζουμε συναντάμε ανθρώπους ή συμβαίνουν διάφορα γεγονότα. Και σαν περπατάμε πάντα σκεπτόμαστε – άλλοτε θέματα επιλεγμένα από εμάς κι άλλοτε προκύπτοντα από διάφορα πρόσωπα αλλά και από παραστάσεις της διαδρομής μας.
Έτσι, όταν έβλεπα έναν άνθρωπο να με πλησιάζει από την αντίθετη πλευρά, το μυαλό μου έφευγε από αυτό που σκεπτόμουν – και που ουσιαστικά ήταν μάλλον μια συνειδητή λειτουργία μου – και κάνοντας ένα άλμα επιχειρούσε μια «μελέτη» του ανθρώπου. Ανάλογα προσέγγιζε το ντύσιμο, την εμφάνιση, το περπάτημα, το τι δουλειά μπορεί να έκανε, την όλη προσωπικότητά στον βαθμό που μπορούσε να κατανοηθεί και έκανε υποθέσεις μέχρι που συνέβαινε κάποιο άλλο γεγονός. Μετά μάλλον επανερχόταν η προηγούμενη συνειδητή σκέψη μου – αν και δεν ήταν σίγουρο…
Αναρωτιόμουνα λοιπόν γι’ αυτή την ελευθερία (ή μήπως ασυδοσία;) του μυαλού, να σκέφτεται κάτι που δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο είναι μη συνειδητό ή ένα μείγμα συνειδητού και μη συνειδητού ή τέλος πάντων είναι ένα ανοιχτό ζήτημα.
Είναι βέβαιο όμως ότι όταν το πρόσωπο που συναντούσες είχε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τότε οι θεωρήσεις και οι απόψεις ήταν πληθωρικές. Για μια όμορφη κοπέλα αμέσως υπέθετα ότι θα μπορούσε να την έχω γνωρίσει, να την έχω ερωτευθεί και χανόμουν σε ονειροπολήσεις. Για έναν άνθρωπο με φανταχτερή όψη και βαρύ στόλισμα, θα έκανα μια απλή θεώρηση «μα πώς είναι έτσι; Δεν βλέπει ότι δεν είναι σωστό;».
Αν συναντούσα έναν φτωχό ή έναν με κάποια μορφή αναπηρίας, τότε το μη συνειδητό μετασχηματιζόταν σε πολύ συνειδητό. Σκεπτόμουν το πώς θα ήταν η ζωή του, από πότε μπορεί να έχει το πρόβλημα, αν μπορεί να το ξεπεράσει, αν έχει δικούς του ανθρώπους να τον φροντίζουν, αν μπορούσα εγώ να κάνω κάτι, μέχρι που έφευγε και μετά ξεχνούσα το θέμα.
Αν συναντούσα έναν νέο και εγώ ήμουν σε μεγάλη ηλικία, τότε τον θαύμαζα μόνο και μόνο γιατί ήταν νέος, που μπορούσε να ονειρεύεται και να σχεδιάζει με εναλλακτικές υποθέσεις το μέλλον του, που δεν ήταν φορτωμένος με χρόνια και εμπειρία – και ναι μεν είχε όλες τις αβεβαιότητες και τις ανησυχίες, αλλά και αυτό είναι να προνόμιο τελικά, γιατί σε έναν σύγχρονο κόσμο γεμάτο αναζητήσεις και αλλαγές μπορεί να δώσεις το δικό σου στίγμα, να διαμορφώσεις έναν «δρόμο» που θα τον χαίρεσαι.
Κάποια στιγμή όμως αναρωτήθηκα, αν έχω κάποια ιδιοτροπία, αν αυτό συμβαίνει μόνο σε μένα ή και σε άλλους ή ήταν ένα γενικό φαινόμενο. Διαπίστωσα τελικά ότι αφορούσε πολλούς. Αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν προχωρούσε η σκέψη τους τόσο πολύ σε αναλυτικά στοιχεία και σε υποθέσεις, όπως έκανα εγώ.
Πάντως σκεπτόμουνα μήπως όλο αυτό το φαινόμενο ήταν η απαρχή να επινοώ ιστορίες, να γράφω διηγήματα, να γράφω γενικά κείμενα επί κειμένων καθημερινά εδώ και πολλά χρόνια. Σκέφτομαι αυτό, γιατί πολλά κείμενά μου τα «γράφω» περπατώντας, με αφορμή ένα γεγονός ή μια απρόσμενη ιδέα. Τα αναλύω σε μερικές πλευρές τους κι όταν κάθομαι μπροστά στο laptop, απλώς υλοποιώ και επεκτείνω αυτά που ήδη έχω σκεφτεί.
Αναρωτιέμαι τελικά οι σκέψεις του ανθρώπου κατά πόσο είναι δικές μας και πόσο έξω από εμάς είτε από το εξωτερικό περιβάλλον είτε από το απρόσιτο ασυνείδητό μας. Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση, αλλά σκέπτομαι ότι καλό είναι να υπάρχουν ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν. Άλλωστε, πάντα το ανεξήγητο δεν μας κρατάει σε διαρκή εγρήγορση, δεν έχει μια κρυφή γοητεία;
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ