Όχι, δεν αγόραζε βιβλία. Εκείνες τις εποχές στα αγροτικά χωριά κανένας δεν διάβαζε – μόνο οι μαθητές και ο δάσκαλος. Μα σαν του πήγαιναν οι εγγόνες του το Πάσχα και τα καλοκαίρια βιβλία, τα ρουφούσε με μανία.
Το διάβασμα και το κυνήγι ήταν οι ξεχωριστές αγάπες του. Τα σκυλιά του μοναδικά, εκπαιδευμένα, πανέξυπνα. Περιδιάβαινε λόφους και δάση μαζί τους. Αλλά και στην πολιτική ήταν μπροστά. Του άρεσαν οι ατέλειωτες συζητήσεις στο καφενείο.
Καθόταν με τις ώρες στο κρεβάτι του ή στον καναπέ και αφοσιωνόταν στη μελέτη. Θεωρούσε πολύ σοβαρό ζήτημα το διάβασμα και δεν ήθελε να του περισπά την προσοχή τίποτα άλλο. Δινόταν ολοκληρωτικά στα βιβλία. Χανόταν σε άλλους κόσμους. Σαν τελείωνε το διάβασμά του πήγαινε όλο χαρά και περηφάνεια στο καφενείο.
Κανείς δεν κατανόησε πως μόνο αυτός στο χωριό του απέκτησε αυτή την συνήθεια. Ήταν βέβαια σπουδαγμένος στο Σχολαρχείο – κάτι πολύ σημαντικό για εκείνους τους καιρούς. Όμως, η αγάπη του για το διάβασμα υπερέβαινε αυτό το στοιχείο. Θεωρούσε πως ταξίδευε σε άλλους κόσμους, σε άλλες εποχές – και αυτό τον γοήτευε!
Σαν έφτασε ένα καλοκαίρι το χοντρό βιβλίο του Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμάζωφ», χάθηκε κυριολεκτικά μέσα στη μαγεία του. Καθόταν στην καρέκλα, το έβαζε ανάμεσα στα πόδια του για να μην κρατά το βάρος του στα χέρια, έβαζε την καρέκλα προς το παράθυρο για να έχει φως και χανόταν στη Ρώσικη αφήγηση. Τον συνεπήρε η ιστορία. Ξενυχτούσε. Τον χάσανε και στο καφενείο. Το τελείωσε σε δυο – τρεις ημέρες.
Τον γνώρισα λίγο πριν πεθάνει. Είχα μάθει ότι αγόραζε την «Εξόρμηση» για να διαβάζει τα άρθρα μου, αν και πολιτικά ήταν αντίθετος, και απορούσα γιατί τη διάβαζαν λίγοι – και εκείνοι από τον στενό πυρήνα του κόμματός μου. Ζούσε σε ένα μικρό χωριό, εκεί κοντά στο Νησί της Μεσσηνίας, στη Μεσσήνη. Ήταν ο κυρ – Βασίλης, βιβλιοφάγος σε βιβλιοερημότοπους…
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ