Τι ήθελαν και αυτά να ξεμυτίσουν από τον καλαμένιο φράχτη και να βγουν στο στενό δρομάκι μικρά – μικρά, μπουμπούκια ελπιδοφόρα ζωής και ομορφιάς, να τα παρασύρουν τα άλογα με τα φορτώματα των ξύλων και να κρέμονται τσακισμένα επιζητώντας πρόωρα τον τελικό προορισμό τους;
Όχι, δεν τον μάλωσαν οι γονείς του˙ δεν ήταν κάποια ζημιά που συνδεόταν με την απώλεια κάποιου χρήσιμου. Τότε το χρήσιμο ήταν το φαγώσιμο. Η ομορφιά δεν γέμιζε στόματα και στομάχια.
Βγήκε στο μονοπάτι που έβγαζε προς το γειτονικό δασάκι. Περίμενε πώς και πώς να βρεθεί ανάμεσα σε φυτά, σε σκόρπια αγριολούλουδα, να κάνει το απαλό τρέξιμό του με συντροφιά τις παιδικές παραστάσεις φτιαγμένες μόνο με υλικά της φύσης. Εδώ φαντασιώνεσαι πολύ διαφορετικά από ό,τι στο τσιμεντένιο συνεχές. Υποσυνείδητα άρχισαν να ξεπηδούν αλλόκοτες σκέψεις. Δεν πρόλαβαν να πάρουν κάποια σειρά. Η εικόνα μπροστά του μετασχημάτισε φύση και φαντασίωση.
Πώς βρέθηκαν πεταμένα τόσο σκόρπια εδώ σ’ αυτό το μοναχικό μονοπάτι; Τα έφερε κάποιος στην αγαπημένη του και δεν τα δέχτηκε; Όλα ήταν σπασμένα. Μοιάζει με ζωντανό εφιάλτη… Τα σήκωσε με ένα περίεργο δέος στην ψυχή του. Τα ακούμπησε σε μια αγριοτριανταφυλλιά να μην ξαναπατηθούν, να μαραθούν με του καιρού το διάβα, να υπάρξουν όσο υπάρξουν με την εικόνα τους και τη θύμησή τους ζωντανεμένη σε κάθε περαστικό.
Ερειπωμένο το εγκαταλειμμένο σπίτι δίπλα τους. Πεσμένοι τοίχοι από της βροχής την επιμονή εδώ και καιρούς πολλούς, σαν σκισμένες κουρτίνες αποκαλύπτουν τη φτώχεια του εσωτερικού. Άνθρωποι και όνειρα, ανέχεια και φιλοδοξίες κάποτε στριμώχνονταν και συγκρούονταν εδώ μέσα στο πώς θα κερδίσουν μεγαλύτερη επικράτεια στον κόσμο της πραγματικότητας. Αλλά, γιατί το δοκάρι αυτό ξέφυγε και κατέφυγε στης τριανταφυλλιάς τα τρυφερά βλαστάρια σπάζοντας τους μίσχους της ροδόχροης ομορφιάς; Έμεινε εκεί. Δεν μπορούσε να πλησιάσει στα ερείπια.
Στοίχειωσε η εικόνα των σπασμένων τριαντάφυλλων μέσα στην ψυχή του. Γιατί δεν φεύγει αυτό το μαρτύριο, ποιος το βαστάει μέσα του, με τι σκοπό; Όπου έβλεπε τριανταφυλλιά ή όποια μορφή λουλουδιών η σκέψη του, όχι ακριβώς η σκέψη του αλλά της καρδιάς του η μνήμη – δεν ήξερε αν υπάρχει… – μάτωνε την ψυχή του. Γευόταν μια εικόνα, την εικόνα των σπασμένων τριαντάφυλλων.
Πήγαινε, λέει, όλο χαρά και ευτυχία επίσκεψη στον τόπο των ονείρων του, στο είδωλο του έρωτά του, με την ανθοδέσμη να αναγγείλει ό,τι δεν θα μπορούσε ποτέ η γλώσσα, με το άγχος να αγκαλιάζει την προσδοκία της πιο γρήγορης άφιξής του.
Ήταν, λέει, τόσο τέλεια, θεϊκή η ομορφιά της, το βλέμμα της το γαλαζοπράσινο της θάλασσας που σε καλεί για να αφεθείς ολοκληρωτικά, τα χείλη της τριανταφυλλένια μισάνοιχτα φύλλα, μπουμπουκιού προσμονή. Πώς μετασχηματίζει ο έρωτας το είδωλό της, πώς γίνεται η μοναδική εικόνα σου, που προβάλλεται διαρκώς μπροστά στα μάτια σου και καθετί άλλο, να είναι το μακρινό φόντο της δικής της Μορφής…
Και θα αρχίσει μια οδύσσεια χρόνων και χρόνων πολλών, διαρκών εναλλαγών της φωτεινής ευτυχίας, που γλυκαίνει κάθε πλευρά της πραγματικότητας και της μαύρης εικόνας της αβύσσου, που ρουφάει κάθε αχτίδα φωτός. Μικρά λάθη να σε οδηγούν με τον πιο ανεξήγητο τρόπο στα πρόθυρα της κόλασης. Να χάνεις το όνειρο της ζωής σου μέσα από τα χέρια σου και να μην μπορείς να το εξηγήσεις πώς έγινε. Να ξέρεις ότι και το όνειρό σου έχει εσένα όνειρο και να χάνεσαι από το παραλήρημα του έρωτα που δεν άφησε να ενωθούν τα δύο είδωλα.
Γιατί στο ένα λάθος να προστεθεί και το άλλο και να χωρίσουν οι δρόμοι, αφού θα γυρίζουν ξανά και ξανά εκεί στον ίδιο τόπο των νεανικών ονείρων τους; Γιατί μόνο εκεί ήταν το είδωλό τους.
Γιατί τόσο μικρά λάθη, τόσο ασήμαντα γεγονότα, τόσο επιπόλαιες επιλογές να μη διορθώνονται, να καθορίζουν τις τύχες των ανθρώπων, να διαμορφώνουν παράλληλες διαδρομές, να βλέπεις το είδωλό της και το όνειρό σου δίπλα σου και να μην μπορείς να το αγγίξεις; Γιατί να είναι τσακισμένο το όνειρό σου, το όνειρο της ζωής σου, το είδωλο της ύπαρξής σου;
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ