Από μικρή, τόσο δα πιτσιρίκι, θυμόταν να φοβάται τις πεταλούδες. Ναι, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αδιανόητο, ανεξήγητο. Αυτή φοβόταν τις πεταλούδες. Και δε μιλάμε για κανένα φόβο ό, τι κι ό, τι, μικροπράγματα δηλαδή. Αλλά μια αντίδραση του εαυτού της σφοδρή, χειμαρρώδης, ανεξέλεγκτη σχεδόν, που πήγαζε από τα έγκατα και δε λογάριαζε τίποτα, εξουσίαζε ακόμα και το κορμί, που έτρεχε να κρυφτεί και μόνο στη θέα.
Και τα χρόνια περνούσαν, το πιτσιρίκι μεγάλωνε και χαλινάρι σε τούτο το φόβο δε μπορούσε να βάλει. Τη νικούσε κάθε φορά. Μεγάλωνε πια, πολλά την είχαν αναγκάσει να ωριμάσει πριν την ώρα της, άρχισε να ψάχνει πιθανές αιτίες για να εξηγήσει μα κυρίως να καταλάβει τι στο καλό ήταν αυτό ακολουθούσε χρόνια τώρα τα βήματά της. Όσο για το αν θα το νικούσε πού να ήξερε;
Με τον καιρό μια λέξη συγκέντρωνε τα φώτα της «έρευνας» πάνω της. Η λέξη που δίνει όνομα σε ένα από τα πιο βαθιά κι ίσως ακόμα σε ένα βαθμό ανεξερεύνητα, σε ένα από τα μυστηριώδη και ισχυρά και γι’ αυτό κυριαρχικά της ανθρώπινης ύπαρξης. Υποσυνείδητο. Ταξιδεύοντας στις παιδικές αναμνήσεις της, γύρω στα δύο της χρόνια, θυμήθηκε ένα παιχνίδι θορυβώδες και επιθετικό με σχήμα πεταλούδας που της είχε χαρίσει ένα πρόσωπο κυριαρχικό στη ζωή και στο δρόμο της, υπέθετε ότι ίσως κάτι είχε καρφωθεί για πάντα στο υποσυνείδητο, κάτι σαν σκιά, σαν τραύμα υπήρχε εκεί κι ήταν η πηγή εκείνου του φόβου. Να κατανοήσει πάλευε και το μυαλό κι η μνήμη της δεν πήγαιναν κάπου αλλού.
Πεταλούδα…
Ψυχή στα αρχαία ελληνικά…
Ψυχή, λοιπόν…
Κι αν εκεί ήταν το κλειδί; Αν για χρόνια και χρόνια αυτό φοβόταν, αυτό έτρεμε στην πραγματικότητα κι όχι ένα πολύχρωμο έντομο που πετάριζε στο δωμάτιο; Να κοιτάξει την ψυχή της στα μάτια, να την αγγίξει χωρίς να το βάλει στα πόδια. Να την κρατήσει, να την δει, να τη γνωρίσει ως τα βάθη ως τα έγκατα, να συμφιλιωθεί μαζί της χωρίς να τρέξει να κρυφτεί.
Και το κορίτσι μεγάλωσε.
Και την ψυχή της μπορούσε να την κοιτάζει ίσια στα μάτια στον καθρέφτη.
Όσο για τις πεταλούδες…
Ήταν σε καλό δρόμο.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ