Θανατηφόρο τροχαίο το μεσημέρι της Δευτέρας στην “μαρτυρική” Πατρών – Πύργου. Στο ύψος της διασταύρωσης της Ροβιάτας έχασε τη ζωή του ο 57χρόνος Διονύσης Ντόμας.
Κάτοικος Ροβιάτας ο εκλιπών, οδηγώντας το μηχανάκι του στην προσπάθειά του να βγει στην εθνική οδό δεν πρόσεξε και διασχίζοντας το οδόστρωμα εμβόλισε τη μηχανή του ένα διερχόμενο αυτοκίνητο που είχε κατεύθυνση προς την Πάτρα.
Η σύγκρουση ήταν εξαιρετικά σφοδρή με αποτέλεσμα ο Διονύσης Ντόμας να υποστεί σοβαρότατα τραύματα και η μηχανή του να μετατραπεί σε άμορφη μάζα σιδερικών.
Ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ ειδοποιήθηκε αμέσως από αυτόπτες μάρτυρες και τον μετέφερε αρχικά στο Κέντρο Υγείας Γαστούνης -κι από εκεί, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του, στο Γενικό Νοσοκομείο του Πύργου. Δυστυχώς, λίγο αργότερα, υπέκυψε στα τραύματα του.
Η κηδεία του θα γίνει σήμερα στις 5:30 μ.μ. από τον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής Ροβιάτας.
Ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του Διονύση Ντόμα ήταν και η ποίηση, αφού για χρόνια αποτύπωνε την ψυχή, τον εσωτερικό κόσμο και τις αναζητήσεις του νου σε έμμετρο λόγο.
Μόλις ένα περίπου χρόνο πριν είχε κυκλοφορήσει η εκτενής ποιητική συλλογή με τίτλο “Από τα συμφραζόμενα…”, από τις εκδόσεις “Βιβλιοπανόραμα”, με το απάνθισμα των ποιημάτων του στο διάβα της ποιητικής του διαδρομής.
Πολλά τα ποιήματα που κατοικούν στις σελίδες του βιβλίου και θα θυμίζουν για πάντα τον Σάκη Ντόμα.
Κάποιες στροφές από τα ποιήματά του, δείχνουν το λογοτεχνικό του ταλέντο, το δημιουργικό της σκέψης του και το βάθος της ψυχής του και τις παραθέτουμε.
“Δεν το χωράει ο νους μου να υποτιμώ κάθε τιμή
μα άλλοτε έτσι κι άλλοτε αλλιώς κρίνοντας ζώντες και νεκροί
οι ισχυρισμοί υποτακτικά και σε κάθε έννοια η αφθονία
στα έκτακτα περιστατικά μια ασθένεια «πάντα με υγεία».
Υπήκοος στην πατρίδα μου με όλες τις επιπτώσεις
βγαίνω απ’ την παγίδα μου μα παγιδεύομαι με διασώσεις
το γένος μου αντρειωμένο – ελληνικό με ψευδορκίες αληθεύει
κι αυτό που είναι δεδομένο δεν το έχει αλλά του περισσεύει.
Αυτοπροσώπως απουσιάζω με κίνδυνο που ‘ναι ορατός
να μην μπορεί να με συγκρατήσει ένας ολόκληρος στρατός
ξεχνιέμαι στο ηλιοτρόπιο και το πνεύμα μου ηρεμεί
κι ενώ γευματίζω μόνο μ’ επιδόρπιο ψάχνω να βρω τη συνταγή.
Η οργή μου ένα απομεινάρι που εξελίσσεται δειλό
κολλάει σαν το σαλιγκάρι μ’ ένα καβούκι από πηλό
η οργή για το άγνωστο φουντώνει το Σύμπαν δε συνωμοτεί
κι ό,τι έχω μέσα μου γιορτάζει όταν το έξω μου πενθεί.
Όταν με πιάνει ο πυρετός μου
τα νεύρα ενέδρα που ‘ναι σμπαράλια
μοιάζει κολάσιμη αργία που όλο με σφίγγει σαν τανάλια
βρίσκω τις σίτες του μυαλού μου να γίνονται καυτό καμίνι
και να φουσκώνουν τους παλμούς μου
σαν γνήσιος πόνος που τα «φτύνει».
Οργή που αδειάζει σε πλημμύρες
οργή που βράζει το κρύο με πύρες
οργή ψεύτικη πεθαίνει για σένα
η οργή η δικιά μου μια οργή που ‘ναι παρθένα