Πολύς λόγος γίνεται ανελλιπώς στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας για αυτό που ονομάζεται απεργία. Και αφορά πλατιά στρώματα επαγγελμάτων και εργαζομένων. Όμως, αυτό που σχεδόν ποτέ δεν έχουμε ακούσει είναι για απεργίες στον κλάδο των κληρικών.
Κι όμως… Έχει συμβεί και αυτό! Και μάλιστα η πόλη της Αμαλιάδας κατέχει και την πρωτιά!
Ταξιδεύουμε πίσω, τέτοιες ημέρες στο μακρινό 1915.
Οι ιερείς τότε δεν μισθοδοτούνταν από την Πολιτεία ούτε καν από την οικεία Μητρόπολη αλλά από τους πιστούς της κάθε ενορίας.
Ας έλθουμε όμως στα γεγονότα που ξεκίνησαν αυτήν την «παράξενη» απεργία. Ένα σημαντικό και τακτικό έσοδο για τους ιερείς προερχόταν από το μηνιαίο αγιασμό που τελούσαν στο Ναό. Όλα ξεκίνησαν όταν οι νεοεκλεγέντες επίτροποι του Ιερού Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αμαλιάδας, θέλοντας να προστατεύσουν τις εισπράξεις του Ναού από το καταβαλλόμενο αντίτιμο των κεριών στο παγκάρι, μετέθεσαν σε άλλη μεριά του Ναού το τραπέζι του αγιασμού, κάτι που βρήκε αντίθετους τους ιερείς.
Αυτό ήταν και το έναυσμα της απεργία από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Μετά από αυτό, στις αρχές Απριλίου 1915, οι επίτροποι αντέδρασαν απαγορεύοντας στους ιερείς να τελούν αγιασμό κάθε 1η του μηνός.
Όπως αναφέρει και σχετικό δημοσίευμα της εποχής που ακολουθεί, με την ενέργεια των επιτρόπων έδειχνε να συμφωνεί και το ποίμνιο της ενορίας, λόγω του αποκλειστικά οικονομικού και χρηματικού χαρακτήρα που έτεινε να πάρει η ακολουθία του Αγιασμού.
Αμαλιάς 9 Απριλίου 1915. Υπό του Εκκλησιαστικού συμβουλίου του ενταύθα ιερού ναού ο «Ευαγγελισμός» απηγορεύθη εις τους εφημερίους τούτου να ψάλλωσι κατά μήνα, ως εγίνετο, αγιασμόν περιπίπτοντος ούτω του υψηλού αξιώματος του ιερέως εις χρηματιστικήν επιχείρησιν και δη υπό τας δεινοτάτας οικονομικάς της εποχής συνθήκας. Η απόφασις αύτη των επιτρόπων του ναού τούτου επικροτήθη υφ’ όλης της αρμοδίας ενορίας και της κοινωνίας μας εν γένει, τοσούτον μάλλον καθόσον οι ιερείς διά του περί ενοριών νόμου περιεφρουρήθησαν σημαντικώς.
Η ενέργεια αύτη των επιτρόπων ανάγεται ως ευνόητον, εις το χρηματιστικόν μέρος του αγιασμού και ουχί το θρησκευτικόν, διά τούτο και επεδοκιμάσθη».
Η αντίδραση των ιερέων ήταν πρωτόγνωρη, αφού από την 1η Μαΐου του 1915 κατέβηκαν σε απεργία και αρνούνταν να τελέσουν Θείες Λειτουργίες.
Το θέμα δεν αποσοβήθηκε ούτε έληξε έτσι εύκολα. Το αντίθετο. Πέρασαν μήνες μέχρι να βρεθεί μια λύση.
Μάλιστα, μετά την επανάληψη των ίδιων περιστατικών στις αρχές του Ιουλίου του ίδιου έτους, οι ιερείς απαίτησαν και πέτυχαν την παρέμβαση του τότε Μητροπολίτη, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της πλευράς των ιερέων, τονίζοντας ότι όσα αφορούν στην τέλεση ακολουθιών ή όχι είναι αποκλειστικά καθήκον των ιερέων. Μετά από την απάντηση του Μητροπολίτη οι επίτροποι κατέφυγαν στο αρμόδιο Υπουργείο, το οποίο, όμως, παρέπεμψε και πάλι στο Μητροπολίτη Ηλείας.
Τα ίδια πρωτοφανή γεγονότα επαναλήφθηκαν και στις αρχές του Αυγούστου, όπου και πάλι υπήρξαν ζωηρές αψιμαχίες για το πού θα τοποθετηθεί ο δίσκος του Αγιασμού και πού το παγκάρι του Ναού. η κατάληξη ήταν επίσης η ίδια. Η απεργία των ιερέων συνεχίστηκε, με τους ενορίτες, όπως αναφέρουν δημοσιεύματα σε εφημερίδες και τοπικές αλλά και ξένες δημοσιεύσεις της εποχής, απηυδισμένους πλέον από την κατάσταση, να καταγγέλλουν τους ιερείς στην Ιερά Σύνοδο και τον τότε Αρχιεπίσκοπο. Στάλθηκε επιστολή διαμαρτυρίας που εξέθετε την κατάσταση και ζητούσε, λίγο – πολύ, ακόμα και την τιμωρία με αργία των ιερέων επειδή παρεμπόδιζαν τα θρησκευτικά καθήκοντα των πιστών με τις , στραμμένες στα χρήματα, ενέργειές τους. Την επιστολή, μάλιστα, συνόδευαν πάνω από διακόσιες υπογραφές ενοριτών του Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Αμαλιάς 6 Ιουλίου 1915. Λυπηρόν επεισόδιον έλαβε χώραν χθες εντός του ιερού ναού «ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» μεταξύ των ιερέων και επιτρόπων, αποτέλεσμα του οποίου ήτο να απεργήσωσιν οι ιερείς. Ως λόγοι προκαλέσαντες το επεισόδιον φέρονται οι ακόλουθοι:
Κατά συνήθειαν ανεγνωρισμένην και υπ’ αυτής της εκκλησιαστικής αρχής, κατά την πρώτην εκάστου μηνός τελείται και εις τους τρεις ιερούς ναούς μας αγιασμός. Οι νεοεκλεγέντες όμως επίτροποι του ειρημένου ναού ηθέλησαν να καταργήσωσι την συνήθειαν ταύτην. Εις τούτο αντέστησαν, ως ήτο φυσικόν, οι ιερείς του ναού. Και την πρώτην του παρελθόντος μηνός Μαΐου, οπότε το πρώτον οι επίτροποι εδοκίμασαν ν’ απαγορεύσωσι την τέλεσιν του αγιασμού, οι ιερείς κατόπιν ζωηράς έριδος διέκοψαν την λειτουργίαν, ζητήσαντες δι’ αναφοράς των την επέμβασιν του Σεβασμιωτάτου Επισκόπου.
Η προϊσταμένη εκκλησιαστική αρχή απαντώσα υπέδειξεν εις τους επιτρόπους οποία είναι τα καθήκοντά των δώσασα να εννοήσωσιν ότι το ζήτημα της τελέσεως ή μη αγιασμού εν τοις ιερείς ναοίς κανονίζει αυτή η εκκλησιαστική αρχή και ουδείς άλλος. Συνεπώς εφ’ όσον αυτή δεν καταργεί μίαν συνήθειαν, η συνήθεια θα εξακολουθή υφισταμένη.
Κατόπιν της τοιαύτης απαντήσεως του Σεβασμιωτάτου Επισκόπου οι Επίτροποι κατέφυγον εις το Υπουργείον, το οποίον παρέπεμψε την υπόθεσιν προς τον αυτόν Σεβασμιώτατον. Με όλα ταύτα οι επίτροποι εξηκολούθησαν να επιμένωσι και χθες, ότε και πάλιν θα ετελείτο ο αγιασμός υπό των ιερέων, τους ημπόδισαν διαφωνήσαντες εις την τοποθέτησιν της τραπέζης του αγιασμού. Οι ιερείς κατόπιν της επιμονής των επιτρόπων εξήλθον του ναού χωρίς να λειτουργήσωσι καταγγείλαντες τούτους προς τον Σεβασμιώτατον. Ήδη γεννάται ζήτημα μεταξύ Σεβασμιωτάτου και επιτρόπων όπερ άγνωστον πού θα καταλήξη».
Φίλτατε κ. Διευθυντά.
Εσφαλμένως εξετέθη η υπόθεσις του λυπηρού επεισοδίου, το οποίον έλαβε χώραν εν τω ενταύθα ιερώ ναώ ο «Ευαγγελισμός». Η αληθής ιστορία του επεισοδίου έχει ως ακολούθως:
Ημείς ως επίτροποι καθορίσαμεν το μέρος εις ό όφειλεν ο ιερεύς να τοποθετήση την λεκάνην του ηγιασμένου ύδατος. Ο ιερεύς όμως είχε την αξίωσιν να τοποθετήσωμεν την τράπεζαν πλησίον του παγκαρίου και άμα τη εισόδω του ναού, ούτως ώστε οι προσερχόμενοι να ευρίσκονται προ δύο τραπεζών, μιας του παγκαρίου και μιας του αγιασμού. Ημείς επιμέναμεν και ο ιερεύς επιμένων ανεχώρησε.
Και περί μεν του αποχωρήσαντος ιερέως, όστις δεν ήτο λειτουργός την ημέραν εκείνην, θα κρίνουν οι αρμόδιοι, αν εφέρθη αξιοπρεπώς ή όχι. Το λυπηρόν είναι όμως ότι ο έτερος των ιερέων, ο εν τω ιερώ του ναού ευρισκόμενος, όστις παρηκολούθη με αγωνίαν, φαίνεται, το αποτέλεσμα της συζητήσεως, ιδών ότι δεν επετράπη να τοποθετηθή η τράπεζα εις ό μέρος ήθελε ο συνάδελφός του, ανεφώνησε δυνατά:
«Τώρα ας έλθουν να λειτουργήσουν οι επίτροποι και να φορέσουν τα ράσα μας». Και την απειλήν του την επραγματοποίησε!! Φρονών ότι είναι δικαίωμα του μισθωτού υπαλλήλου του ναού ιερέως να ανοίγη και να κλείη τούτον κατά βούλησιν.
Δεν θέλω να χαρακτηρίσω την πράξιν ταύτην εγώ, κ. Διευθυντά, διότι τον χαρακτηρισμόν της θα τον δώσουν αι αρμόδιαι αρχαί, οι κληθείσαι να γνωματεύσωσι. Και ταύτα μεν ως προς το επεισόδιον.
Είναι όμως τελείως ανακριβές ότι την 5ην Απριλίου, ότε απηγορεύσαμεν πράγματι την αργυρολογίαν εν τη εισόδω του ναού μας, διέκοψαν οι ιερείς την λειτουργίαν. Η λειτουργία τότε δεν διεκόπη ευτυχώς.
Άλλοτε θα διαλάβω ειδικώς, αν δύνανται οι επίτροποι να απαγορεύσωσιν εν τω ναώ την τέλεσιν μηνιαίως αγιασμών, ή δεν δύνανται, δημοσιεύων και σχετικήν εγκύκλιον του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών προς την Ιεράν Σύνοδον και εάν η τέλεσις του αγιασμού εν τω ναώ καταλέγεται μεταξύ των τυχηρών των ιερέων και ποία είναι τα υπό του άρθρου 24 του νόμου περί ενοριών τυχηρά αυτών διά να γνωρίσωσι οι ενορίται μας πότε είναι υποχρεωμένοι να αμοίβωσι τους ιερείς της ενορίας των και πότε είναι δικαίωμά των να δώσωσι ή μη εις αυτούς το λεγόμενον τυχηρόν.
Αμαλιάς 7-7-15
Μετά Τιμής – Σπυρ. Παπαγαλής
Πρόεδρος Εκκληστ. Συμβουλίου Ι. Ν. ο «Ευαγγελισμός»