Σήμερα, 25 Ιανουαρίου 2025, ο Θεός αποφάσισε να πάρει κοντά Του, εκεί, στις γειτονιές του Ουρανού, μια σπουδαία προσωπικότητα. Έναν φωτισμένο Ιερωμένο και Ιεράρχη, ταγμένο στο ιερό καθήκον της υπηρεσίας και της διακονίας στο Θεό μα, κυρίως, στον άνθρωπο, το συνάνθρωπο. Έναν πνευματικό Δάσκαλο, ένα πνευματικό Πατέρα, όχι όπως συμβατικά συνήθως χρησιμοποιείται η λέξη αλλά ουσιαστικά, επί της ουσίας Πατέρα, πατρική και στοργική φιγούρα για χιλιάδες ανθρώπινες υπάρξεις και ψυχές στη διάρκεια της αποστολής, της διακονίας του σε αυτόν τον κόσμο. Σήμερα, ο Θεός αποφάσισε να πάρει κοντά Του έναν Άνθρωπο, με όλη τη σημασία, την έννοια και την ουσία της λέξης, που τίμησε σε όλη του την επίγεια πορεία την ανεκτίμητη αξία της ανθρωπιάς.
Από σήμερα, ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ο πατέρας Αναστάσιος δε βρίσκεται πια εδώ. Εκοιμήθη. Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι στην άλλη πλευρά. Μετά από χρόνια που η υγεία του ήταν κλονισμένη εκοιμήθη στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου και διακομίσθηκε πριν λίγο καιρό από Νοσοκομείο της Αλβανίας στο οποίο νοσηλευόταν.
Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος γεννήθηκε στόν Πειραιά στις 4 Νοεμβρίου του έτους 1929. Από νωρίς ήταν εμφανής ο εξαιρετικός χαρακτήρας του, η έφεση στην παιδεία και τη μόρφωση αλλά και η βαθιά πνευματικότητα που θα τον διέκρινε σε όλο του τον βίο. Αποφοίτησε αριστούχος από την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αποκτά τον τίτλο του Διδάκτορα το έτος 1970, με ομόφωνα άριστα ως βαθμό και ειδικό βραβείο. Σπούδασε Θρησκειολογία, Ἱεραποστολική και Εθνολογία στα Πανεπιστήμια του Αμβούργου και του Μαρβούργου στη Γερμανία με μεταπτυχιακή, μάλιστα, υποτροφία του Ἱδρύματος Alexander von Humboldt (1965-69).
Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1952-54) φοίτησε στις Σχολές Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου και Διαβιβάσεων Χαϊδαρίου, όπου και στις δύο πρώτευσε και έγινε «Αρχηγός Σχολής».
Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και διαβάζει λατινικά, ιταλικά, ισπανικά και αλβανικά.
Εμβάθυνε στη Θρησκειολογία μελετώντας το Ισλάμ, το Βουδισμό, τον Ταοϊσμό, τον Κομφουκιανισμό και τα Αφρικανικά Θρησκεύματα σε χώρες που αυτά ακμάζουν.
Διετέλεσε Καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών (1972-91), Κοσμήτορας της Θεολογικης Σχολης (1982-86) και Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1993-2005).
Το συγγραφικό του έργο αριθμεί 24 βιβλία καί περισσότερες από 200 μελέτες καί άρθρα θεολογικού ή θρησκειολογικού περιεχομένου. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε 17 γλώσσες.
Πριν ακόμα περάσει τις πύλες της Ιεροσύνης, ως λαϊκός θεολόγος (1952 – 60) εργάσθηκε σε διάφορους τομείς της εσωτερικής ιεραποστολής (κήρυγμα, χριστιανική αρθρογραφία, κατήχηση, οργάνωση κύκλων βιβλικών μελετών, νεανικών και φοιτητικών κατασκηνώσεων) και πρωτοστάτησε στην αναζωπύρωση της εξωτερικής ιεραποστολής ως καθήκοντος βοήθειας και έμπρακτης αλληλεγγύης στον άνθρωπο που δοκιμάζεται. Εξέδωσε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό με τίτλο «Πορευθέντες» και ίδρυσε το ομώνυμο Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο.
Όμως πλέον η αποστολή του Θεού δε μπορούσε να περιμένει άλλο. Ο Αναστάσιος εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Ασωμάτων, Μόνη Πετράκη όπως είναι ευρύτερα γνωστή, την 1η Αυγούστου του έτους 1960 και στις 7 του ίδιου μήνα χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος. Έπειτα χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος με το οφίκιο του Αρχιμανδρίτου στις 24 Μαΐου 1964) και Τιτουλάριος Επίσκοπος Aνδρούσης στις 19 Νοεμβρίου 1972 για την θέση του Γενικού Διευθυντή της «Aποστολικής Διακονίας της Eκκλησίας της Eλλάδος».
Με εντολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνέγραψε τρία Κατηχητικά Βοηθήματα για τους διδάσκοντες στα Μέσα Κατηχητικά Σχολεία της Εκκλησίας.
Ήταν το 1964 όταν ο Αναστάσιος έκανε το πρώτο του ταξίδι στη γη της Αφρικής, που έμελλε να υπηρετήσει τους ανθρώπους της στις δύσκολες ώρες τους.
Ταξίδεψε αρχικά τον Μάϊο του 1964 στην Ουγκάντα, την Τανζανία και την Κένυα, διερευνώντας τις δυνατότητες συστηματικής Ιεραποστολής εκεί. Το Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο του 1967 διεξήγαγε θρησκειολογική έρευνα παραδοσιακής θρησκευτικότητας στην Ουγκάντα.
Όμως στη δεκαετία 1981-1991, επί της ουσίας ξεκινά η βαθιά ανθρώπινη προσφορά του. Ως Τοποτηρητής της Iεράς Μητροπόλεως Eιρηνουπόλεως – Ανατολικής Αφρικής (Kένυα, Oυγκάντα, Tανζανία), ίδρυσε και οργάνωσε την Πατριαρχική Σχολή «Aρχιεπίσκοπος Kύπρου Mακάριος», την οποία και διηύθυνε. Xειροτόνησε 62 Αφρικανούς κληρικούς και χειροθέτησε 42 Αναγνώστες – Κατηχητές προερχόμενους από οκτώ αφρικανικές φυλές (μεταξύ των οποίων τους τέσσερις πρώτους κληρικούς Τανζανούς).
Μερίμνησε για τη σταθεροποίηση 150 περίπου Ορθοδόξων Ενοριών και πυρήνων και την ανέγερση δεκάδων Ναών. Μα, πρώτα και κύρια, για τους ανθρώπους αυτών των πολύπαθων περιοχών. Τους νοιάστηκε ειλικρινά και τους αγάπησε, τους πόνεσε και τους φρόντισε όχι μόνο ηθικά και πνευματικά αλλά στην καθημερινή επιβίωση εκείνων και των παιδιών τους. Ανήγειρε επτά Ιεραποστολικούς σταθμούς, φρόντισε για τη δημιουργία σχολείων και ιατρικών σταθμών. Για το έργο και την προσφορά του αναγνωρίσθηκε ως «Μέγας Ευεργέτης» του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας το έτος 2009.
Η μεγαλύτερη όμως αποστολή και καθήκον του Αναστασίου δεν είχε έρθει ακόμα. Βρισκόταν στο επόμενο βήμα. Όταν του ζητήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως η αναστήλωση της Oρθοδόξου Aυτοκεφάλου Eκκλησίας της Aλβανίας. Κυριολεκτικά από τα ερείπια. Από σχεδόν το τίποτα. Η Εκκλησία της Αλβανίας είχε οδηγηθεί στην κατάρρευση ύστερα από τον, στην κυριολεξία, διωγμό του προηγούμενου καθεστώτος της χώρας.
Ο Αναστάσιος ήξερε. Είχε πλήρη και απόλυτη επίγνωση ότι τα πράγματα εκεί, ότι αυτό που του ζητήθηκε να αναλάβει δεν ήταν απλώς τρομερά δύσκολο. Ήταν έως και επικίνδυνο. Δε δίστασε. Δεν αρνήθηκε. Την αποστολή που του έταξε ο Θεός θα την αναλάμβανε και θα έδινε και τον εαυτό του γι’ αυτή.
Αρχικά εργάσθηκε ως Πατριαρχικός Έξαρχος από τον Iανουάριο του 1991 ως τον Iούνιο του 1992. Τον Αύγουστο του 1991 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Aνδρούσης και τον Iούνιο του 1992 εξελέγη Aρχιεπίσκοπος Tιράνων και πάσης Αλβανίας, για την ακρίβεια στις 24 Ιουνίου 1992. Μέσα σε τεράστιες δυσκολίες, κατώρθωσε να ανασυγκροτήσει εκ βάθρων την Αυτοκέφαλη Eκκλησία της Aλβανίας: Διαμόρφωσε νέο Καταστατικό Χάρτη (2006)˙ Με επίσημη Συμφωνία με την Κυβέρνηση της Αλβανίας, η οποία έγινε νόμος του Κράτους (2009), καθορίσθηκαν οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες. Ίδρυσε τη Θεολογική-Iερατική Σχολή (Aκαδημία) «Aνάστασις» στο Δυρράχιο (1992 εξ.), το Eκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός», στο Aργυρόκαστρο (1998 εξ.) και στο Σούκθ-Δυρράχιο (2007-18)˙ Σχολή της Βυζαντινής Μουσικής στα Τίρανα (2012 εξ.). Όλα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα με οικοτροφεία. Mόρφωσε και χειροτόνησε 168 νέους κληρικούς. Ίδρυσε Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Φρόντισε για τη μεταφραστική προσπάθεια, την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστησε Τεχνική Υπηρεσία της Eκκλησίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών (μεγάλων και μικρών), αναστήλωσε 60 ναούς και μοναστήρια-πολιτιστικά μνημεία και επισκεύασε 160 ναούς και 70 εκκλησιαστικά κτίρια για σχολεία, νεανικά κέντρα, κέντρα υγείας, ξενώνες, εργαστήρια, συσσίτια για τους φτωχούς κ.λ.π., στο σύνολο 450 κτίρια. Ανέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόννων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων.
Ίδρυσε την πρώτη Ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα Ngjallja «Aνάστασις» (1992 εξ.), το παιδικό περιοδικό Gëzohu «Χαίρε» (1997 εξ.), το νεανικό περιοδικό Kambanat «Καμπάνες» (), την επιστημονική επιθεώρηση Kërkim «Έρευνα» (2009 εξ.), το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania» (1996-2002), καθώς και Ραδιοφωνικό σταθμό Radio-Ngjallja (1997 εξ.). Μερίμνησε για τη δημιουργία Εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων). Αγωνίσθηκε για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Παράλληλα με την ανασύσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέπτυξε πρωτοποριακά προγράμματα στους τομείς εκπαιδεύσεως, υγείας, κοινωνικής προνοίας, αγροτικής αναπτύξεως, πολιτισμού και οικολογίας. Ίδρυσε την Ορθόδοξο Κλινική «Ευαγγελισμός» (Διαγνωστικό Ιατρικό Κέντρο) με 24 ειδικότητες και τρία πολυϊατρεία σε άλλες πόλεις· Επίσης το Ινστιτούτο Επαγγελματικής Καταρτίσεως, με έξι ειδικότητες στα Tίρανα και τέσσερις ειδικότητες στο Αργυρόκαστρο (το οποίο λειτούργησε από 1998-2008). Τούτο αναβαθμίστηκε εν συνεχεία στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο «Λόγος» (2009 εξ.)˙ Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο στο Μεσοπόταμο˙ τρία εννιάχρονα Σχολεία και Λύκεια στα Τίρανα, στο Δυρράχιο, στην Κορυτσά και στο Αργυρόκαστρο˙ Οικοτροφείο Μαθητριών Λυκείου στο Βουλιαράτι, 19 νηπιαγωγεία σε διάφορες πόλεις. Φρόντισε για την κατασκευή δρόμων, υδραγωγείων, γεφυρών, την επισκευή δημοσίων σχολείων, κ.α.
Κατά την περίοδο 2013 – 2019 πραγματοποιήθηκε η κατασκευή τριών υδροηλεκτρικών έργων συνολικής ισχύος 19 MW (Librazhd, Llenge, Sllabinja), τα οποία συμβάλλουν στην ενίσχυση των υποδομών της χώρας και έχει σαφή κοινωνικό σκοπό. Με τα έσοδά τους, η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας θα συνεχίσει τις πνευματικές, φιλανθρωπικές και εκπαιδευτικές προσπάθειες. Μετα την εξόφληση των δανείων ένα ποσοστό θα διατίθεται για πτωχότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Το 2000, ύστερα από πρόταση τριάντα τριών Τακτικών Μελών της Ακαδημίας Αθηνών και πολλών προσωπικοτήτων της Αλβανίας, υπήρξε υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης.
• Έχει τιμηθεί με 27 βραβεία καί παράσημα διαφόρων χωρών και Ορθοδόξων Εκκλησιών, μεταξύ των οποίων τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας (1997), το Athenagoras Human Rights Award (Νέα Υόρκη 2001), το βραβείο «διακεκριμένων δραστηριοτήτων για τήν ενότητα των Ορθοδόξων Ἐθνών» (Μόσχα 2006), το ανώτατο παράσημο της Δημοκρατίας της Αλβανίας «Γεώργιος Καστριώτης – Σκεντέρμπεη».
• Η συμβολή του στην επιστήμη, τη σύγχρονη χριστιανική μαρτυρία, τη διαχριστιανική προσέγγιση, τον διαθρησκειακό διάλογο και την ειρηνική συνύπαρξη λαών και θρησκειών έχει διεθνώς αναγνωρισθεί.
Έχει συγγράψει τα εξής βιβλία:
Μοναχοί και Ιεραποστολή
Ισλάμ: Θρησκειολογική προσέγγιση
Πνευματική πορεία
Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού
Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία
Στην Αφρική
Η ανασύσταση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας
Ιεραποστολή: Στα ίχνη Χριστού
Έως εσχάτου της Γης